Διάλεξη που δόθηκε από τον Ντέιβιντ Νορθ, πρόεδρο της Διεθνούς Συντακτικής Επιτροπής του WSWS, στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας στις 16 Μάρτη 2012
Θα ήθελα, πρώτα από όλα, να ευχαριστήσω το Partei für Soziale Gleichheit (Κόμμα Σοσιαλιστικής Ισότητας) για την πρόσκληση να μιλήσω απόψε στη Λειψία, που είναι ένα από τα ιστορικά κέντρα του Γερμανικού σοσιαλιστικού εργατικού κινήματος. Στα χρόνια πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς οι δεξιές και καιροσκοπικές τάσεις μέσα στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) ασκούσαν ολοένα και μεγαλύτερη επιρροή μέσα στο SPD, η Leipziger Volkszeitung ήταν η κύρια εφημερίδα μέσα από την οποία η επαναστατική πτέρυγα του κόμματος, με ηγέτη την Ρόζα Λούξεμπουργκ, υπεράσπισε τις αρχές του γνήσιου Μαρξισμού. Δύο δεκαετίες αργότερα, στα κρίσιμα χρόνια πριν τη Ναζιστική κατάληψη της εξουσίας το 1933, η Λειψία ήταν ένα σημαντικό κέντρο Τροτσκιστικής δραστηριότητας στη Γερμανία. Οι Γερμανοί Τροτσκιστές είχαν στενούς δεσμούς με τη Διεθνή Αριστερή Αντιπολίτευση που είχε ιδρυθεί από τον Τρότσκι για να αγωνιστεί ενάντια στις καταστροφικές πολιτικές του Σταλινικού καθεστώτος μέσα στη Σοβιετική Ένωση και διεθνώς. Το 1931, ο Τρότσκι, που είχε εκδιωχθεί από την ΕΣΣΔ και ζούσε στο Τουρκικό νησί της Πρίγκηπου, διακήρυξε ότι η Γερμανία ήταν το «κλειδί» στη διεθνή κατάσταση. Η αυξανόμενη δύναμη του Ναζιστικού κόμματος, προειδοποίησε ο Τρότσκι, αποτελούσε μια θανάσιμη απειλή για τη Γερμανική, Σοβιετική και διεθνή εργατική τάξη. Διακήρυξε ότι μια Ναζιστική νίκη θα ήταν μια καταστροφή που οι διαστάσεις της δεν είχαν προηγούμενο. Θα ήταν μια συγκλονιστική ήττα του πιο ισχυρού σοσιαλιστικού κινήματος στη Δυτική Ευρώπη, θα κατέληγε στην εγκαθίδρυση μιας βάρβαρης δικτατορίας, και θα έθετε σε κίνηση μια σειρά από γεγονότα που θα οδηγούσαν στο ξέσπασμα ενός δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου.
Και όμως, παρά τα κολοσσιαία πολιτικά ρίσκα, τα δύο μαζικά κόμματα της Γερμανικής εργατικής τάξης, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και το Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚPD), ακολουθούσαν πολιτικές που αφαιρούσαν όλα τα εμπόδια στη νίκη του Χίτλερ. Το SPD, εξήγησε ο Τρότσκι, γαντζωνόταν απεγνωσμένα πάνω στο αποσυντιθέμενο πτώμα του καθεστώτος της Βαϊμάρης, και στηριζόταν στο αστικό καθεστώς για να ανακόψει την πορεία του Ναζιστικού Κόμματος προς την εξουσία. Το ΚPD, ακολουθώντας τις οδηγίες που είχε λάβει από τον Στάλιν, ακολουθούσε την αστόχαστη πολιτική του «σοσιαλφασισμού». Δηλαδή, το ΚΡD διακήρυξε ότι δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στη Σοσιαλδημοκρατία, ένα μαζικό κόμμα της εργατικής τάξης, και το NSDAP (Ναζιστές), το μαζικό κόμμα της αντιδραστικής Γερμανικής μικροαστικής τάξης. Σε αυτή τη βάση, οι ηγέτες του KPD απέρριψαν το κάλεσμα του Τρότσκι για ένα ενωμένο μέτωπο των δύο μαζικών κομμάτων της εργατικής τάξης ενάντια στο Ναζιστικό κίνδυνο.
Από το 1931 μέχρι το 1933, ο Τρότσκι επιδίωξε να συνεγείρει τα πιο πολιτικά συνειδητά τμήματα της Γερμανικής εργατικής τάξης και της σοσιαλιστικής ιντελλιγκέντσιας για να αντιληφθούν τον τεράστιο κίνδυνο που αντιπροσώπευε ο φασισμός και την επείγουσα ανάγκη για ενιαίο αγώνα για να αποτραπεί μια Ναζιστική νίκη. Τα γραπτά του Τρότσκι για τον Γερμανικό φασισμό κατατάσσονται ανάμεσα στα μεγαλύτερα έργα πολιτικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Κανείς άλλος δεν έγραψε με τέτοια πρόγνωση, ακρίβεια και πάθος για τα γεγονότα στη Γερμανία και τις κοσμοϊστορικές τους συνέπειες.
Ο Τρότσκι έδωσε τον εξής ορισμό του φασισμού στο φυλλάδιο του Τι Ακολουθεί Μετά;, που γράφτηκε τον Γενάρη του 1932:
Ο φασισμός δεν είναι απλά ένα σύστημα αντιποίνων, βάναυσης δύναμης, και αστυνομικής τρομοκρατίας. Ο φασισμός είναι ένα συγκεκριμένο σύστημα διακυβέρνησης που βασίζεται στο ξερίζωμα όλων των στοιχείων προλεταριακής δημοκρατίας μέσα στην αστική κοινωνία. Ο αντικειμενικός σκοπός του φασισμού έγκειται όχι μόνο στον αφανισμό της Κομμουνιστικής πρωτοπορίας αλλά στο κράτημα ολόκληρης της τάξης σε μια κατάσταση καταναγκαστικής διάσπασης. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού η φυσική εξόντωση του πιο επαναστατικού τμήματος των εργατών δεν είναι αρκετή. Είναι επίσης αναγκαίο να συντριβούν όλες οι ανεξάρτητες και εθελοντικές οργανώσεις, να καταστραφούν όλα τα αμυντικά αναχώματα του προλεταριάτου, και να ξεριζωθεί οτιδήποτε έχει επιτευχθεί στα τρία τέταρτα ενός αιώνα από την Σοσιαλδημοκρατία και τα εργατικά συνδικάτα. Διότι, σε τελευταία ανάλυση, το Κομμουνιστικό Κόμμα βασίζει επίσης τον εαυτό του πάνω σε αυτά τα επιτεύγματα.
Στο ίδιο φυλλάδιο, ο Τρότσκι περιέγραψε με λαμπρό τρόπο την πολιτική χρεωκοπία του SPD:
H σημερινή κρίση που συγκλονίζει τον καπιταλισμό υποχρέωσε την Σοσιαλδημοκρατία να θυσιάσει τους καρπούς που επιτεύχθηκαν μετά από μακροχρόνιους οικονομικούς και πολιτικούς αγώνες και έτσι να υποβιβάσει τους Γερμανούς εργάτες στο επίπεδο διαβίωσης που είχαν οι πατέρες, οι παππούδες και οι προπάπποι τους. Δεν υπάρχει πιο τραγικό και συνάμα πιο αποκρουστικό ιστορικό θέαμα από την δύσοσμη αποσύνθεση του ρεφορμισμού ανάμεσα στα συντρίμια όλων των κατακτήσεων και των ελπίδων του. Το θέατρο αναζητεί ξέφρενα τον μοντερνισμό. Άς ανεβάσει πιο συχνά το έργο του Χάουπτμαν Οι Υφαντές: το πιο μοντέρνο από τα μοντέρνα δράματα. Και ας θυμηθεί επίσης ο διευθυντής του θεάτρου να κρατήσει τις μπροστινές σειρές για τους ηγέτες της Σοσιαλδημοκρατίας.
Τίποτε από όσα γράφτηκαν εκείνη την περίοδο πάνω στο αντικείμενο του φασισμού δεν μπορεί να συγκριθεί με το έργο που παρήγαγε ο Τρότσκι. Ο φημισμένος δημοσιογράφος Κουρτ Τουχόλσκι έκφρασε την κατάπληξη του πώς ο Τρότσκι, ζώντας στην εξορία περισσότερο από χίλια μίλια μακριά, κατανοούσε την πολιτική κατάσταση στη Γερμανία πιο καθαρά και πιο βαθιά από κάθε άλλο. Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, σε συζήτηση με τον Βάλτερ Μπέντζαμιν και τον Εμίλ Έσσε-Μπούρι, παρατήρησε ότι ο Τρότσκι μπορούσε δίκαια να χαρακτηριστεί σαν ο μεγαλύτερος Ευρωπαίος συγγραφέας της εποχής του.
Αλλά τα γραπτά του Τρότσκι και οι δραστηριότητες των Τροτσκιστών στη Γερμανία δεν μπορούσαν να αποτρέψουν τις συνέπειες της προδοσίας του Σοσιαλδημοκρατικού και του Σταλινικού κόμματος. Ο Χίτλερ ήρθε στην εξουσία τον Γενάρη του 1933, και η τραγωδία που προβλέφθηκε από τον Τρότσκι πραγματοποιήθηκε.
Περισσότερο από 30 χρόνια αργότερα, κατά την πολιτική ριζοσπαστικοποίηση της δεκαετίας του 1960, τα γραπτά του Τρότσκι ήταν απαραίτητο να διαβαστούν απο τους εργάτες και τους φοιτητές που ήθελαν να κατανοήσουν πώς ήταν δυνατό να έρθει ο φασισμός στην εξουσία στη Γερμανία. Ανήκω σε μια γενιά, γεννημένη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, που βρήκε στα γραπτά του Λέων Τρότσκι μια ασύγκριτη ανάλυση για τα πολιτικά αίτια της μεγαλύτερης καταστροφής του 20ού αιώνα. Τα γραπτά του Τρότσκι έκαναν σαφές ότι η νίκη του φασισμού δεν ήταν αναπόφευκτη. Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία μπορούσε να είχε αποτραπεί. Ο φασισμός δεν ήταν ούτε το ακαταμάχητο αποτέλεσμα της «Διαλεκτικής του Διαφωτισμού,» όπως ισχυρίστηκαν ο Αντόρνο και ο Χορκχάιμερ, ούτε το προϊόν της καταπιεσμένης σεξουαλικότητας, όπως υποστήριξε ο Βίλχελμ Ράιχ. Ο φασισμός, η πιο βάρβαρη μορφή αστικής διακυβέρνησης, ήρθε στην εξουσία σαν συνέπεια της αποτυχίας και των προδοσιών της πολιτικής ηγεσίας της εργατικής τάξης.
Τα γραπτά του Τρότσκι για τη Γερμανία ήταν ένα μόνο μέρος της ασύγκριτης πολιτικής κληρονομιάς του. Η υπεράσπιση του Τρότσκι ενάντια σε ψέματα και διαστρεβλώσεις, που συνεχίζονται αμείωτα περισσότερο από 70 χρόνια μετά τον θάνατο του, είναι αναγκαία εξαιτίας του κεντρικού του ρόλου στην ιστορία του περασμένου αιώνα. Όλα τα κρίσιμα γεγονότα στις τέσσερις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα αντικατοπτρίζονται στο έργο όλης του της ζωής. Ήταν, δίπλα στον Λένιν, η πιο σημαντική μορφή στο Ρωσικό επαναστατικό κίνημα, το οποίο κατέληξε στην κατάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους τον Οκτώβρη του 1917. Η προοπτική και το πρόγραμμα που έμπνευσαν την Οκτωβριανή Επανάσταση βασίζονταν στη θεωρία της διαρκούς επανάστασης του Τρότσκι, την οποία ανέπτυξε μετά την Ρωσική Επανάσταση του 1905. Στον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε την Επανάσταση του Οκτώβρη το 1917, ο Τρότσκι έγινε ο αρχηγός του Κόκκινου Στρατού. Κάτω από την ηγεσία του, η Σοβιετική Ένωση αμύνθηκε ενάντια σε αντεπαναστατικά στρατεύματα τα οποία στηρίζονταν από όλες τις σημαντικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Ο Τρότσκι έπαιξε έναν αποφασιστικό ρόλο στη νίκη και την άμυνα της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία. Αλλά η θέση του στην ιστορία κρίνεται, πάνω από όλα, από τα επιτεύγματα του σαν ο μεγαλύτερος υπέρμαχος και στρατηγικός νους της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης. Ήδη από το 1905 ο Τρότσκι είχε αναλύσει την Ρωσική Επανάσταση σαν μέρος της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας. Νωρίτερα από κάθε άλλο, ο Τρότσκι είχε προβλέψει την δυνατότητα ανάληψης της εξουσίας από την εργατική τάξη σε μια σοσιαλιστική επανάσταση. Αλλά επέμεινε ότι η μοίρα του σοσιαλισμού στη Ρωσία εξαρτιόταν, πάνω από όλα, από τη νίκη της εργατικής τάξης στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες - πάνω από όλα στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η σοσιαλιστική επανάσταση, εξήγησε ο Τρότσκι, μπορεί να πετύχει την πρώτη της νίκη σε ένα εθνικό πεδίο. Αλλά η επιβίωση της είναι δυνατή μόνο στην έκταση που η επανάσταση διευρύνεται πέρα από τα εθνικά σύνορα μέσα στα οποία κατάκτησε την εξουσία. Η τελική νίκη του σοσιαλισμού πραγματοποιείται με την ανατροπή του καπιταλισμού σε παγκόσμια κλίμακα.
Σε τελευταία ανάλυση, το κεντρικό πολιτικό ζήτημα που κρυβόταν κάτω από τη σύγκρουση που ξέσπασε μέσα στο Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα τη δεκαετία του 1920 ήταν η σχέση ανάμεσα στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση και το πρόγραμμα της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης που είχε αποτελέσει τη βάση της επαναστατικής στρατηγικής του Μπολσεβίκικου Κόμματος, κάτω από την ηγεσία του Λένιν και του Τρότσκι, το 1917. Τον Οκτώβρη του 1923, η κριτική του Τρότσκι για την επέκταση της γραφειοκρατίας μέσα στο Μπολσεβίκικο Κόμμα και το Σοβιετικό κράτος οδήγησε στη συγκρότηση της Αριστερής Αντιπολίτευσης. Αυτός ήταν ένας κρίσιμος μήνας όχι μόνο στη Σοβιετική, αλλά επίσης στη Γερμανική ιστορία. Η τεράστια κρίση που είχε ξεσπάσει στη Γερμανία την άνοιξη του 1923, με την Γαλλική κατοχή του Ρουρ, οδήγησε ταχύτατα στην ανάπτυξη μιας επαναστατικής κατάστασης. Μέσα σε ένα πλαίσιο υπερπληθωρισμού και αποπροσανατολισμού του αστικού καθεστώτος, μια πρωτοφανής ευκαιρία παρουσιάστηκε για μια επιτυχή επαναστατική εξέγερση της Γερμανικής εργατικής τάξης. Αυτό όμως που έλειπε ήταν μια αποφασισμένη επαναστατική ηγεσία. Οι προετοιμασίες του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος για εξέγερση ήταν ανοργάνωτες και αναποφάσιστες. Το Σοβιετικό Κομμουνιστικό Κόμμα που κυριαρχούνταν ολοένα και περισσότερο από τους πολιτικούς αντίπαλους του Τρότσκι στη κομματική ηγεσία, έδωσε αντιφατικές συμβουλές στο KPD. Την τελευταία στιγμή, το KPD ματαίωσε τα σχέδια του για μια πανεθνική εξέγερση. Στη σύγχυση που επακολούθησε, τοπικά ξεσπάσματα εξεγέρσεων καταπνίχτηκαν και η αστική κυβέρνηση ανέκτησε το θάρρος της. Η Γερμανική εργατική τάξη υπόστηκε ένα πλήγμα από το οποίο ποτέ δεν συνήλθε εντελώς, και το οποίο έθεσε σε κίνηση μια σειρά από γεγονότα που διευκόλυναν την εκρηκτική ανάπτυξη του Ναζιστικού κόμματος.
Η ήττα στη Γερμανία δυνάμωσε τις συντηρητικές γραφειοκρατικές τάσεις μέσα στο Σοβιετικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Καθώς ο εμφύλιος πόλεμος έφτασε στο τέλος του, η κρατική και κομματική γραφειοκρατία αναπτύχθηκε γοργά - αποτελούμενη από δεκάδες χιλιάδες αξιωματούχους για τους οποίους μια θέση στον μηχανισμό σήμαινε προσωπική ασφάλεια και προνόμια. Αυτοί οι αξιωματούχοι συγκρότησαν τη βάση της γοργά αυξανόμενης δύναμης του Στάλιν σαν γενικού γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος. Το «μυστικό» της δύναμης του Στάλιν βρισκόταν στη προσήλωση του στα υλικά συμφέροντα της επεκτεινόμενης κάστας των γραφειοκρατών που κατέληξαν να ταυτίζουν τα δικά τους συμφέροντα με τη Σοβιετική Ένωση σαν ένα εθνικό μάλλον κράτος, παρά σαν το νέο κέντρο της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης. Ο ολοένα και μεγαλύτερος εθνικιστικός και συντηρητικός προσανατολισμός της γραφειοκρατίας βρήκε την έκφραση του όταν ο Στάλιν έβγαλε στη δημοσιότητα το 1924 το πρόγραμμα του «σοσιαλισμού σε μια χώρα.»
Αυτό το πρόγραμμα νομιμοποίησε - θεωρητικά, πολιτικά και πρακτικά - τον διαχωρισμό της ανάπτυξης του σοσιαλισμού μέσα στην ΕΣΣΔ από την υπόθεση της διεθνούς σοσιαλιστικής επανάστασης. Έδωσε επίσημα την έγκριση για την υπαγωγή των συμφερόντων της διεθνούς εργατικής τάξης στα εθνικά συμφέροντα της κυβερνώσας γραφειοκρατίας μέσα στη Σοβιετική Ένωση. Αυτός ο διαχωρισμός οδήγησε γοργά σε σφοδρές επιθέσεις ενάντια στη θεωρία της διαρκούς επανάστασης του Τρότσκι. Η επιμονή του Τρότσκι ότι η μοίρα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ εξαρτιόταν από την νίκη της εργατικής τάξης πέρα από τα σύνορα της έγινε ανάθεμα για τους Σοβιετικούς γραφειοκράτες, που νοιάζονταν, πάνω από όλα, για το δικό τους εισόδημα και τα προνόμια τους. Καθώς έγραψε αργότερα ο Τρότσκι στην αυτοβιογραφία του, οι επιθέσεις ενάντια στη διαρκή επανάσταση υποκινούνταν από τον συνειδητό εγωϊσμό της γραφειοκρατίας. «Όχι όλα για την παγκόσμια επανάσταση,» σκεφτόταν ο κατώτερος Σοβιετικός αξιωματούχος καθώς καταδίκαζε τον Τρότσκι και τη διαρκή επανάσταση. «Κάτι και για μένα.»
Τίποτε δεν είναι πιο ιστορικά παράλογο και πολιτικά αβάσιμο από τον ισχυρισμό ότι η σύγκρουση ανάμεσα στον Στάλιν και τον Τρότσκι ήταν απλά ο υποκειμενικός αγώνας ανάμεσα σε δύο άτομα για προσωπική εξουσία. Η πάλη που ξέσπασε μέσα στο Σοβιετικό Κομμουνιστικό Κόμμα στα μέσα της δεκαετίας του 1920 ήταν ανάμεσα σε δύο διαμετρικά αντίθετα προγράμματα-τον εθνικιστικό ψευτο-σοσιαλισμό με ηγέτη τον Στάλιν ενάντια στον σοσιαλιστικό διεθνισμό της Αριστερής Αντιπολίτευσης με ηγέτη τον Τρότσκι. Η έκβαση αυτής της πάλης επρόκειτο να κρίνει τη μοίρα της σοσιαλιστικής επανάστασης στον εικοστό αιώνα και, τελικά, αυτής της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης.
Η μετατόπιση στο πρόγραμμα του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος δεν επιτεύχθηκε εύκολα. Οι ιδέες και τα ιδεώδη του σοσιαλιστικού διεθνισμού ήταν βαθιά ριζωμένα μέσα στη Σοβιετική εργατική τάξη. Επιπλέον, ο Τρότσκι κατείχε στη συνείδηση των πιο συνειδητών Σοβιετικών εργατών και, σίγουρα, ανάμεσα στους σοσιαλιστές σε όλο τον κόσμο, μια θέση σεβασμού και κύρους που ήταν παρόμοια μόνο με αυτή του Λένιν. Αντίθετα, όταν άρχισε η παραταξιακή πάλη στις αρχές της δεκαετίας του 1920, ο Στάλιν ήταν σχεδόν άγνωστος. Η εγκατάλειψη του επαναστατικού διεθνιστικού προγράμματος από τον Στάλιν και τους συμμάχους του στην κομματική και την κρατική γραφειοκρατία απαιτούσε την εξαφάνιση της πολιτικής επιρροής του Τρότσκι. Αυτό όμως δεν μπορούσε να επιτευχθεί δίχως να γραφτεί ξανά η ιστορία έχοντας σαν στόχο την άρνηση του ξεχωριστού ρόλου του Τρότσκι στη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η απαρχή και η πολιτική προέλευση της εκστρατείας πολιτικής πλαστογράφησης που άρχισε το 1923.
Δεν είναι δυνατό, στον χρόνο που έχουμε απόψε διαθέσιμο, να ανατρέξουμε με την απαραίτητη λεπτομέρεια σε όλα τα στάδια αυτής της ύπουλης διαδικασίας πλαστογράφησης. Τα ψέματα άρχισαν με τη διαστρέβλωση παλιών παραταξιακών διενέξεων στο επαναστατικό κίνημα πριν το 1917. Συνεχίστηκε κατόπιν αυτή η διαδικασία με την παραποίηση περικοπών κειμένων και την επιλεκτική παράθεση και παρανόηση ντοκουμέντων. Με εκπληκτική ταχύτητα μια εντελώς καινούργια και αποκρουστική προσωπικότητα προσκολλήθηκε πάνω στον Τρότσκι στον Σοβιετικό τύπο. Οι συκοφαντίες ενάντια στον Τρότσκι και τους πολλούς υποστηρικτές του προετοίμασαν το έδαφος για εκδίωξη και εξορία. Ο Τρότσκι απελάθηκε από την ΕΣΣΔ τον Γενάρη του 1929. Το 1932, στερήθηκε επίσημα την υπηκοότητα. Μέσα στη Σοβιετική Ένωση, το Τροτσκιστικό κίνημα υποβλήθηκε σε ολοένα και πιο βίαιη καταστολή. Ο πόλεμος της γραφειοκρατίας ενάντια στον Τροτσκισμό προετοίμασε μια εκστρατεία πολιτικής γενοκτονίας που κατευθυνόταν ενάντια σε όλους τους εκπρόσωπους του διεθνούς σοσιαλιστικού προγράμματος και κουλτούρας μέσα στη Σοβιετική εργατική τάξη και τη Μαρξιστική ιντελλιγκέντσια.
Οι τρεις αντι-Τροτσκιστικές δίκες που έγιναν στη Μόσχα από τον Αύγουστο του 1936 μέχρι τον Μάρτη του 1938 σημάδεψαν το αποκορύφωμα της αδιάκοπης διαδικασίας ιστορικής πλαστογράφησης που είχε αρχίσει το 1923. Σε αυτές τις δίκες, οι κύριοι ηγέτες του Μπολσεβίκικου Κόμματος κατηγορήθηκαν ότι σχεδίαζαν τρομοκρατικές ενέργειες ενάντια στον Στάλιν, έκαναν δολιοφθορά μέσα στην ΕΣΣΔ, και σύναψαν προδοτικές συμμαχίες με τα φασιστικά καθεστώτα στη Γερμανία και την Ιαπωνία. Όλοι οι κατηγορούμενοι - παλιοί επαναστάτες που είχαν αφιερώσει ολόκληρη την ενήλικη ζωή τους στην υπόθεση του σοσιαλισμού - ομολόγησαν τα πιο τρομερά εγκλήματα. Αλλά εκτός από τις ομολογίες τους, οι κατήγοροι δεν προσκόμισαν ούτε ένα αποδεικτικό στοιχείο που να στηρίζει τις κατηγορίες.
Όπως έχει από μακρού αποδειχτεί, οι ομολογίες αποσπάστηκαν βίαια από τους κατηγορούμενους με σωματικά και ψυχολογικά βασανιστήρια και απειλές ενάντια στις οικογένειες τους. Ο Στάλιν εξασφάλισε την συνεργασία των κατηγορούμενων με κυνικές και χωρίς νόημα υποσχέσεις ότι θα τους χάριζε τις ζωές τους καθώς και αυτές των αγαπημένων τους προσώπων εάν έπαιζαν τους ρόλους που τους είχαν ανατεθεί στο τρομακτικό θέαμα της Μόσχας.
Πολλά χρόνια αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μίλησα στην κόρη του Μιχαήλ Μπογκουσλάβσκι, κατηγορούμενο στη δεύτερη δίκη, που έγινε τον Γενάρη του 1937. Η Ρεβέκκα Μπογκουσλάβσκαγια θυμήθηκε ότι επισκέφθηκε τον πατέρα της στη φυλακή Λουμπιάνκα στη Μόσχα μερικές εβδομάδες πριν αρχίσει η δίκη. O Μιχαήλ Μπογκουσλάβσκι έμοιαζε με φάντασμα - αποσκελετωμένος, με μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια του. Πονούσε, και κουνιόταν με δυσφορία πάνω στην καρέκλα του. Η Ρεβέκκα κατάλαβε ότι ο πατέρας της είχε χτυπηθεί βάναυσα, και ότι του ήταν δύσκολο να ρίξει όλο το βάρος του πάνω στο κάθισμα. Ο Μπογκουσλάβσκι κύτταξε την κόρη του και φώναξε με οδύνη: «Πρέπει να με απαρνηθείς. Πρέπει να ξεχάσεις ότι έζησα ποτέ.» Η Ρεβέκκα απάντησε, «Μπαμπά, ποτέ δεν θα σε απαρνηθώ.»
Αργότερα στη δίκη, ο Μπογκουσλάβσκι φαινόταν κάπως καλύτερα. Του είχε δοθεί τροφή από τους δεσμοφύλακες του και η Ρεβέκκα υπέθεσε ότι του είχαν χορηγηθεί φάρμακα για να βελτιώσουν την εμφάνιση του. Αλλά λίγες ώρες μετά το πέρας της δίκης, ο Μπογκουσλάβσκι εκτελέστηκε. Όσο για τη Ρεβέκκα, συνελήφθη λίγο αργότερα και πέρασε δύο δεκαετίες σε ένα στρατόπεδο εργασίας στη Σιβηρία. Πέθανε το 1992 σε ηλικία 79 ετών.
Όταν η πρώτη από τις Δίκες της Μόσχας σκηνοθετήθηκε τον Αύγουστο του 1936, ο Τρότσκι ζούσε στη Νορβηγία. Για να εμποδίσουν τον Τρότσκι να απαντήσει στις απίστευτες κατηγορίες που επέρριπταν εναντίον του στη Μόσχα, η Νορβηγική κυβέρνηση, που ελεγχόταν από το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, υπέβαλε τον Τρότσκι και τη σύζυγο του, Νατάλια Σέντοβα, σε κατ’οίκο περιορισμό. Τον Δεκέμβρη του 1936, ο Τρότσκι απελάθηκε από τη Νορβηγία και επιβιβάστηκε σε ένα φορτηγό πλοίο με προορισμό το Μεξικό.
Στο Μεξικό, ο Τρότσκι μπόρεσε τελικά να απαντήσει δημόσια στις κατηγορίες του Σταλινικού καθεστώτος. Κατάγγειλε τις δίκες σαν μια πολιτική σκευωρία και κάλεσε για τη διοργάνωση μιας «διεθνούς αντι-δίκης» για να αποκαλυφθούν «οι πραγματικοί εγκληματίες που κρύβονται κάτω από τον μανδύα του κατήγορου.»
Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, σημαντική μερίδα της «αριστερής» κοινής γνώμης - υποστηρικτές της «Λαϊκομετωπικής» συμμαχίας των αστών φιλελεύθερων με τα Σταλινικά κόμματα - ήταν πρόθυμη να δεχτεί δίχως αντίρρηση τις κατηγορίες που εκτοξεύονταν ενάντια στους κατηγορούμενους στη Μόσχα. Ήταν σφοδρά αντίθετοι στο κάλεσμα του Τρότσκι για την ίδρυση μιας ανεξάρτητης επιτροπής έρευνας για τις δίκες της Μόσχας, φοβούμενοι ότι μια αποκάλυψη των ψεμάτων του Κρεμλίνου θα υπονόμευε το φιλελεύθερο-Σταλινικό λαϊκιστικό μέτωπο ενάντια στον φασισμό - σαν να μπορούσε να φανεί χρήσιμη στην πάλη ενάντια στον φασισμό η νομιμοποιημένη δολοφονία επαναστατών.
Παρόλη την αντίθεση των φιλελεύθερων και των Σταλινικών, μια Επιτροπή Έρευνας για τις δίκες ιδρύθηκε την άνοιξη του 1937 κάτω από την προεδρία του Τζον Ντιούι, του μεγαλύτερου ζωντανού Αμερικάνου φιλόσοφου. Η Επιτροπή ταξίδεψε στο Μεξικό τον Απρίλη, όπου για περισσότερο από μια βδομάδα υπέβαλε ερωτήσεις στον Τρότσκι πάνω σε όλα τα θέματα που είχαν σχέση με τις κατηγορίες εναντίον του. Η μαρτυρική κατάθεση του Τρότσκι περιλάμβανε την υπεράσπιση των δραστηριοτήτων και των ιδεών του για μια περίοδο που κάλυπτε 40 χρόνια, αρχίζοντας με την είσοδο του στην επαναστατική πολιτική σαν ένας δεκαεπτάχρονος νέος το 1897.
Το αποκορύφωμα των εργασιών της Επιτροπής στο Μεξικό ήταν, αναμφίμβολα, η τελική ομιλία του Τρότσκι. Μίλησε για 4 ½ ώρες στα Αγγλικά. Δεν μιλώ απλά σαν ένας οπαδός του Τροτσκισμού όταν αναφέρω ότι αυτή η αγόρευση κατατάσσεται ανάμεσα στις μεγαλύτερες στην παγκόσμια ιστορία. Σε ένα από τα πολλά αξιοσημείωτα αποσπάσματα που μπορούν να βρεθούν στο κείμενο, ο Τρότσκι εξήγησε την προέλευση και τη σημασία των ψεμάτων πάνω στα οποία ήταν βασισμένες οι δίκες της Μόσχας. Τα ψέματα του Σταλινικού καθεστώτος δεν ήταν απλά το προϊόν της παθολογικής προσωπικότητας του Στάλιν. Ήταν, μάλλον, ριζωμένα στα υλικά συμφέροντα της γραφειοκρατίας της οποίας ο Στάλιν ήταν ο κύριος εκπρόσωπος:
Οι πράξεις του Στάλιν μπορούν να γίνουν κατανοητές μόνο εάν ξεκινήσουμε από τις συνθήκες ύπαρξης του νέου προνομιούχου στρώματος, άπληστο για εξουσία, άπληστο για υλικές ανέσεις, ανήσυχο για τις θέσεις του, φοβούμενο τις μάζες, και με θανάσιμο μίσος για κάθε αντίσταση.
Η θέση μιας προνομιούχου γραφειοκρατίας σε μια κοινωνία που αυτή η ίδια γραφειοκρατία ονομάζει Σοσιαλιστική δεν είναι μόνο αντιφατική, αλλά επίσης ανυπόστατη. Όσο πιο απότομο είναι το άλμα από την Οκτωβριανή ανατροπή - που ξεσκέπασε όλη την κοινωνική ψευτιά - στην παρούσα κατάσταση όπου μια κάστα τυχάρπαστων αναγκάζεται να καλύψει τις κοινωνικές πληγές της, τόσο πιο χοντροκομμένα είναι τα Θερμιδοριανά ψέματα. Είναι, συνεπώς, όχι απλά θέμα προσωπικής εξαχρείωσης του ενός ή του άλλου ατόμου, αλλά της διαφθοράς που είναι αναπόσπαστα δεμένη με τη θέση μιας ολόκληρης κοινωνικής ομάδας για την οποία τα ψέματα έχουν γίνει μια ζωτική πολιτική αναγκαιότητα.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται το κλειδί για την κατανόηση όχι μόνο των ψεμάτων στις Δίκες της Μόσχας, αλλά, γενικότερα, της σημασίας όλων των ιστορικών πλαστογραφήσεων. Υπάρχει ένα γνωστό απόφθεγμα: «Εάν τα γεωμετρικά αξιώματα έθιγαν υλικά συμφέροντα, θα γινόταν μια απόπειρα για να αναιρεθούν.» Παρόμοια, στην έκταση που η κυρίαρχη τάξη θεωρεί τα ιστορικά γεγονότα σαν απειλή στη νομιμότητα της κυρίαρχης θέσης της στην κοινωνία, πρέπει να καταφύγει σε διαστρεβλώσεις και σε απευθείας πλαστογραφήσεις. Η Σταλινική γραφειοκρατία κατέφυγε στα πιο αναίσχυντα και τερατώδη ψέματα για να συγκαλύψει την προδοσία της των αρχών της Οκτωβριανής Επανάστασης, και για να αποκρύψει την ολοένα και πιο εξώφθαλμη αντίφαση ανάμεσα στις πραγματικές επιδιώξεις του σοσιαλισμού και την υπεράσπιση των δικών της υλικών συμφερόντων σαν προνομιούχας κάστας.
Η κατανόηση της αντικειμενικής σημασίας και κοινωνικής λειτουργίας των ιστορικών πλαστογραφήσεων μας επιτρέπει να απαντήσουμε ένα εξαιρετικά σημαντικό ερώτημα: Για ποιό λόγο είμαστε ακόμη αναγκασμένοι να ασχολούμαστε με ψέματα σχετικά με τον ιστορικό ρόλο του Λέων Τρότσκι; Εβδομήντα πέντε χρόνια έχουν περάσει από την Επιτροπή Ντιούι, η οποία ολοκλήρωσε το έργο της με μια σαφέστατη δήλωση ότι ο Τρότσκι ήταν αθώος σε όλες τις κατηγορίες που στρέφονταν εναντίον του, και ότι οι Δίκες της Μόσχας ήταν μια σκευωρία. Πενήντα έξη χρόνια έχουν περάσει από τότε που ο Σοβιετικός πρωθυπουργός Νικίτα Κρούστσεφ, στην περίφημη «μυστική ομιλία» του τον Φλεβάρη του 1956 προς το 20ό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος, καταδίκασε τον Στάλιν σαν εγκληματία και ουσιαστικά αναγνώρισε ότι οι δίκες της Μόσχας ήταν βασισμένες σε ψέματα. Είκοσι χρόνια έχουν περάσει από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, ένα γεγονός που δικαίωσε την πάλη ζωής και θανάτου του Τρότσκι ενάντια στη Σοβιετική γραφειοκρατία. Ο Τρότσκι δικαιολόγησε την πάλη του ενάντια στον Σταλινισμό σαν πολιτικά αναγκαία εφόσον η Σοβιετική Ένωση επρόκειτο να σωθεί από την καταστροφή που θα έφερνε το γραφειοκρατιό καθεστώς.
Θα έπρεπε να είναι προφανές ότι ο Τρότσκι είναι μια μείζων ιστορική μορφή. Ακόμη και αφού έχασε την εξουσία, εξακολούθησε να ασκεί τεράστια επιρροή μέσα από τα γραπτά του. Ούτε η ίδια η δολοφονία του δεν μπορούσε να απαλλάξει τη γραφειοκρατία από το φάσμα του διεθνούς Τροτσκισμού. Η έκδοση της τρίτομης βιογραφίας του Ισαάκ Ντόιτσερ οδήγησε σε μια αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τον Τρότσκι σε όλο τον κόσμο. Ένα μέτρο του ατελείωτου φόβου της Σοβιετικής γραφειοκρατίας για τον Τρότσκι ήταν το γεγονός ότι από όλους τους Μπολσεβίκους επαναστάτες που δολοφόνησε το Σταλινικό καθεστώς, ο Τρότσκι ήταν ο μοναδικός που ποτέ δεν αποκαταστάθηκε επίσημα.
Θα πρέπει να είναι αναμενόμενο ότι ο Τρότσκι αναπόφευκτα παραμένει, δεδομένης της φύσης των πολιτικών του επιδιώξεων, μια έντονα επίμαχη μορφή. Μπορεί, όμως, να υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία ότι οι δραστηριότητες και οι ιδέες του απαιτούν επάξια την πλέον ευσυνείδητη διανοητικά μελέτη; Εφόσον, όμως, αυτό δεν έχει συμβεί - εφόσον, αντίθετα, έχουμε παραστεί μάρτυρες την περασμένη δεκαετία σε μια ανανέωση και εντατικοποίηση της εκστρατείας των ψεμάτων - είναι αναγκαίο να ξεσκεπάσουμε και να εξηγήσουμε την πολιτική και κοινωνική αναγκαιότητα που υποκινεί την αδιάκοπη πλαστογράφηση σχεδόν κάθε πτυχής της ζωής του.
Πιστεύω ότι η εκστρατεία ενάντια στον Τρότσκι αποκτά την ορμή της από δύο αλληλένδετους παράγοντες ιστορικού και πολιτικού χαρακτήρα. Ας ασχοληθούμε πρώτα με τον ιστορικό παράγοντα. Η κατάρρευση των Σταλινικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη και η διάλυση της ΕΣΣΔ προκάλεσε ένα ξέσπασμα αστικής θριαμβολογίας. Πριν το 1989, προβλέψεις ότι τα Σταλινικά καθεστώτα κατευθύνονταν προς ένα ναυάγιο μπορούσαν να βρεθούν μόνο σε Τροτσκιστικές εκδόσεις. Ούτε ένας εξέχων αστός ιστορικός ή δημοσιογράφος είχε προβλέψει τη διάλυση του Σοβιετικού και των Ανατολικοευρωπαϊκών καθεστώτων. Ωστόσο, μόλις έπαψαν να υπάρχουν αυτά τα καθεστώτα, οι αστοί πολιτικοί, ακαδημαϊκοί και δημοσιογράφοι διακήρυξαν ότι η κατάρρευση τους ήταν αναπόφευκτη. Η διάλυση της ΕΣΣΔ το 1991 «απέδειξε» ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 ήταν καταδικασμένη από την αρχή. Από το ξεκίνημα της, η σοσιαλιστική επανάσταση του 1917 μπορούσε να οδηγήσει μόνο προς μια κατεύθυνση: στην αποκατάσταση του καπιταλισμού. Το γεγονός ότι αυτή η διαδικασία εκτυλίχθηκε σε μια περίοδο που διάρκεσε σχεδόν τρία τέταρτα του αιώνα δεν έθετε σε αμφισβήτηση το μοιραίο αποτέλεσμα. Καμμία άλλη εξέλιξη δεν ήταν δυνατή. Το Σταλινικό καθεστώς δεν ήταν η προδοσία της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ήταν το αναπόφευκτο ιστορικό αδιέξοδο που δημιουργήθηκε από τα γεγονότα του 1917, και από το οποίο η μόνη διέξοδος ήταν η αποκατάσταση του καπιταλισμού.
Αυτή η μηχανιστική ερμηνεία της Σοβιετικής ιστορίας απαιτούσε την άρνηση ότι υπήρχε καν η δυνατότητα για μια διαφορετική, μη-απολυταρχική και σοσιαλιστική εξέλιξη της ΕΣΣΔ. Καμμία εναλλακτική εξελικτική πορεία δεν θα έπρεπε να ληφθεί στα σοβαρά. Αυτή η θέση έκρινε την αντιμετώπιση του Τρότσκι. Η πάλη που διεξήγαγε ενάντια στο Σταλινισμό θα έπρεπε να ελαχιστοποιηθεί, αν όχι να αγνοηθεί εντελώς. Για κανένα λόγο δεν θα έπρεπε να παρουσιαστεί σαν μια βιώσιμη εναλλακτική εξέλιξη αντί του Στάλιν.
Καθώς όμως έμπαινε ο καινούργιος αιώνας, τα ιστορικά ζητήματα που απαιτούσαν την άρνηση της σημασίας του Τρότσκι σαν εναλλακτικής εξέλιξης αντί του Σταλινισμού επαυξήθηκαν με νέες πολιτικές ανησυχίες. Η θριαμβολογία που προκλήθηκε από τη διάλυση της ΕΣΣΔ είχε ήδη αρχίσει να διασκορπίζεται καθώς ο εικοστός αιώνας έφτανε στο τέλος του. Οι οικονομικοί κλονισμοί που άρχισαν με την Ασιατική κρίση του 1998 έκαναν σαφέστατο ότι το τέλος της ΕΣΣΔ δεν είχε θεραπεύσει τον καπιταλισμό από τις δικές του βαθιά ριζωμένες ασθένειες. Οι συνθήκες ζωής σε πλατιά τμήματα της εργατικής τάξης, ακόμη και πριν την κατάρρευση του 2008, σταθερά χειροτέρευαν στην τελευταία δεκαετία του εικοστού αιώνα, και στην πρώτη δεκαετία του εικοστού πρώτου. Με τις οικονομικές συνθήκες να χειροτερεύουν, ο ολοένα και πιο ασυγκράτητος μιλιταρισμός των ιμπεριαλιστικών κυρίαρχων ελίτ - θεσμοποιημένος μετά τα γεγονότα της 9/11 σαν «πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία» - συναντούσε μια σταθερά ανερχόμενη λαϊκή αντίσταση. Με τις κοινωνικές εντάσεις να γίνονται όλο και πιο απτές, αστοί στρατηγικοί αναλυτές όπως ο Ζμπίγκνιεφ Μπρζεζίνσκι άρχισαν να εκφράζονται με πανικό για τις δυνητικά επαναστατικές συνέπειες από ένα γοργά αυξανόμενο παγκόσμιο πληθυσμό μιας καλά μορφωμένης αλλά δυσαρεστημένης νεολαίας, που δεν μπορεί να βρει αξιοπρεπείς δουλιές και οικονομική ασφάλεια.
Σε αυτές τις αβέβαιες συνθήκες, η αστική τάξη θυμήθηκε την πολιτική ατμόσφαιρα της δεκαετίας του 1960, όταν τα γραπτά του Τρότσκι - που είχαν καταπνιγεί για δεκαετίες - έγιναν ξαφνικά βασικό υλικό ανάγνωσης για τη ριζοσπαστικοποιημένη νεολαία. Στο πολύ πιο αβέβαιο οικονομικό περιβάλλον του καινούργιου αιώνα, καθώς οι εργάτες και η νεολαία άρχιζαν να ψάχνουν για εναλλακτικές στον καπιταλισμό, δεν υπήρχε ο κίνδυνος ότι ο Τρότσκι μπορούσε να δώσει πάλι θεωρητική και πολιτική κατεύθυνση και έμπνευση σε μια νέα γενιά καθώς έμπαινε στον επαναστατικό αγώνα; Επιτέλους, ρωτούσαν οι ακαδημαϊκοί θεματοφύλακες των αστικών συμφερόντων, πόσα από τα μισητά έργα του Τρότσκι βρίσκονταν σε κυκλοφορία; Έργα όπως Η Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης, Η Προδομένη Επανάσταση, και, το χειρότερο από όλα, η συναρπαστική αυτοβιογραφία του Τρότσκι, Η Ζωή μου. Τι μπορούσε να γίνει για να αντικρουστεί η επαναστατική αφήγηση του λογοτεχνικού αριστουργήματος του Τρότσκι;
Η νέα εποχή του προληπτικού πόλεμου δημιούργησε ένα νέο λογοτεχνικό είδος: την προληπτική βιογραφία! Σε διάστημα λίγο περισσότερο από πέντα χρόνια, εκδόθηκαν τρεις παρόμοιες τον αριθμό προληπτικές βιογραφίες του Τρότσκι. Η πρώτη βιογραφία, από τον καθηγητή Ίαν Θάτσερ, εκδόθηκε το 2003. Η δεύτερη βιογραφία, από τον καθηγητή Τζέφρι Σουέιν, εκδόθηκε το 2006. Έγραψα μια μακροσκελή απάντηση σε αυτά τα δύο βιβλία που εκδόθηκε το 2007. Αποκάλυψα διεξοδικά τις χονδροειδείς πλαστογραφήσεις, βασισμένες σε μεγάλο μέρος στα παλιά ψέματα που επινοήθηκαν από τους Σταλινικούς, τα οποία εξιστορήθηκαν με κάθε λεπτομέρεια από τους δύο Βρετανούς ιστορικούς. Όποιες ελπίδες και αν έτρεφα ότι είχα αποστομώσει την επιχείρηση του Βρετανικού ακαδημαϊκού κατεστημένου ενάντια στον Τρότσκι, σύντομα αποδείχτηκαν μάταιες. Το 2009 εμφανίστηκε η βιογραφία του Ρόμπερτ Σέρβις.
Έτσι, βρέθηκα αναγκασμένος να γράψω μια λεπτομερή αναίρεση ενός ακόμη τόμου που είχε σαν στόχο τη δυσφήμιση του Τρότσκι. Μαζί με την προηγούμενη ανάλυση μου των βιογραφιών του Θάτσερ και του Σουέιν, και δύο άλλα συντομότερα δοκίμια στα οποία επιδίωξα να εξηγήσω τη σχέση του έργου του Τρότσκι με την εποχή μας, η κριτική για τον Σέρβις δημοσιεύτηκε σε ένα τόμο με τον τίτλο Στην Υπεράσπιση του Λέων Τρότσκι. Δεν χρειάζεται να κάνω μια λεπτομερή ανασκόπηση της αναίρεσης μου για τα έργα του Θάτσερ, του Σουέιν και του Σέρβις. Πιστεύω ότι η ποιότητα και η ακεραιότητα της προσπάθειας μου έχει επιβεβαιωθεί σε μια εκτεταμένη ανασκόπηση γραμμένη από τον ιστορικό Μπέρτραντ Πατενάουντε που δημοσιεύτηκε τον περασμένο Ιούνη στην Αμερικανική Ιστορική Επιθεώρηση. Ο καθηγητής Πατενάουντε υποστήριξε ξεκάθαρα τον χαρακτηρισμό μου για τη βιογραφία του Σέρβις σαν ένα «τσαπατσούλικο έργο.» Επιπλέον, χαιρετίζω την ανοικτή επιστολή προς τον εκδοτικό οίκο Ζούρκαμπ, γραμμένη από 14 διακεκριμένους Ευρωπαίους ιστορικούς, που υποστηρίζουν το ξεσκέπασμα που έκανα στο βιβλίο του Σέρβις και αντιτίθενται στη δημοσίευση μιας έκδοσης στη Γερμανική γλώσσα. Το γεγονός ότι 14 επιφανείς ιστορικοί έπρεπε να νοιώσουν την ανάγκη να διαμαρτυρηθούν για την έκδοση του βιβλίου του Σέρβις αποτελεί αποφασιστική μαρτυρία για τον ολότελα άθλιο χαρακτήρα του έργου του Σέρβις.
Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι η ανοικτή επιστολή από 14 διακεκριμένους ιστορικούς θα είχε προσβάλει τόσο πολύ την αξιοπιστία του Ρόμπερτ Σέρβις που κανείς σοβαρός ιστορικός δεν θα ήθελε να παρέμβει για λογαριασμό του αφού, τελικά, η κεντρική κατηγορία ενάντια στη βιογραφία του Σέρβις ήταν ότι παραβίαζε τα πιο βασικά κριτήρια ακαδημαϊκής έρευνας. Υπήρχαν πολυάριθμα πραγματικά λάθη. Ο Σέρβις πρόβαλε επιχειρήματα από τα οποία έλειπε κάθε θεμελίωση πάνω σε ντοκουμέντα. Απέδωσε στον Τρότσκι γνώμες και θέσεις που δεν τις είχε, ανάμεσα τους και εκείνες που ήταν ακριβώς το αντίθετο από αυτό που είχε γράψει πραγματικά ο Τρότσκι. Επιπλέον, οι ιστορικοί συναίνεσαν με τις αντιρρήσεις μου για τον χειρισμό της Εβραϊκής καταγωγής του Τρότσκι από τον Σέρβις με ένα τρόπο που έτεινε να νομιμοποιήσει τα αντι-Σημιτικά στερεότυπα και τις συκοφαντίες που χρησιμοποιούνταν συχνά εναντίον του.
Επιπλέον, ο Ζούρκαμπ, ενώ δεν απαντά στους ιστορικούς, έχει καθυστερήσει την έκδοση του βιβλίου του Σέρβις καθώς μισθώνει τις υπηρεσίες ενός «εξωτερικού ειδικού» για να εξετάσει τη βιογραφία και να διορθώσει τα πιο εξώφθαλμα πραγματικά λάθη. Με αυτό τον τρόπο, ο Ζούρκαμπ επιχειρεί να περισώσει ό,τι μπορεί από μια εκδοτική νίλα με το λογοτεχνικό αντίστοιχο της πλαστικής χειρουργικής. Αλλά η αθεράπευτη φύση του προβλήματος που αντιμετωπίζει υποδηλώνεται στη διαφημιστική παρουσίαση του βιβλίου του Σέρβις που είναι αναρτημένη στον ιστότοπο του Ζούρκαμπ. Ο Ζούρκαμπ αναφέρεται «στον άνδρα που γεννήθηκε το 1879 στη νότια Ουκρανία με το όνομα Λεβ Νταβίντοβιτς Μπρόνστάιν.» Αλλά αυτή η δήλωση αντικρούει τον ισχυρισμό του Σέρβις ότι το πραγματικό μικρό όνομα του Τρότσκι ήταν Λέιμπα, και ότι ήταν γνωστός με αυτό το Γερμανοεβραϊκό όνομα σε όλη τη νεανική ηλικία του. Στις πρώτες 40 σελίδες της αγγλόγλωσσης έκδοσης της βιογραφίας του, ο Σέρβις αναφέρεται στον νεαρό Τρότσκι μόνο σαν «Λέιμπα.» Ο Σέρβις ισχυρίζεται στη συνέχεια ότι μόνο αφού έκλεισε τα δεκαοχτώ του χρόνια αποφάσισε ο νεαρός Μπρονστάιν να υιοθετήσει το όνομα Λιόβα, για να έχει ένα όνομα που ακουγόταν Ρωσικό όπως οι σύντροφοι του στο επαναστατικό κίνημα. Για να τονίσει τη σημασία αυτής της αλλαγής στο μικρό όνομα του Τρότσκι, ο Σέρβις γράφει: «Σημασιολογικά δεν είχε τίποτε να κάνει με το Γερμανοεβραϊκό όνομα Λέιμπα...»
Όπως έχω ήδη εξηγήσει σε έκταση, ολόκληρη αυτή η ιστορία είναι μια επινόηση του Σέρβις. Το μικρό όνομα του Τρότσκι ήταν Λεβ, και ήταν γνωστός με αυτό το όνομα (ή με ένα υποκοριστικό όπως Λυόβα) από την πρώτη παιδική του ηλικία. Ωστόσο, η λανθασμένη απόδοση του ονόματος Λέιμπα στον νεαρό Τρότσκι παίζει ένα κεντρικό ρόλο στη βιογραφία του Σέρβις. Πρώτο, χρησιμοποιείται για να μεγαλοποιήσει την Εβραϊκή ταυτότητα του Τρότσκι με ένα τρόπο που χρησιμοποιείται συχνά από τους αντι-Σημίτες αντιπάλους του. Δεύτερο, ο Σέρβις ισχυρίζεται ότι η προσπάθεια του Τρότσκι να αποκρύψει το πραγματικό μικρό του όνομα δεν ήταν μόνο ένα παράδειγμα των επαναλαμβανόμενων προσπαθειών του να μειώσει τη σημασία της Εβραϊκής του προέλευσης, αλλά επίσης μια από τις σημαντικές ανακρίβειες που ισχυρίζεται ο Σέρβις ότι έχει αποκαλύψει στην αυτοβιογραφία του Τρότσκι.
Ωστόσο, το λάθος του Σέρβις να αποδώσει το όνομα Λέιμπα στον νεαρό Τρότσκι φαίνεται ότι μπορεί να έχει διορθωθεί από τον ειδικό που μίσθωσε ο Ζούρκαμπ. Έτσι, αυτό που έχουμε στο τέλος είναι ένα ενδιαφέρον λογοτεχνικό παράδοξο. Το αντικείμενο της βιογραφίας του Σέρβις θα έχει γεννηθεί με ένα όνομα στην Αγγλική έκδοση και με ένα εντελώς διαφορετικό στη Γερμανική έκδοση!
Ο ιστότοπος του Ζούρκαμπ αναφέρει ότι η βιογραφία του Σέρβις θα κυκλοφορήσει τον Ιούλη. Αλλά η ανοικτή επιστολή των 14 ιστορικών και η μακρόχρονη καθυστέρηση της έκδοσης του βιβλίου έχουν προκαλέσει πανικό σε δεξιούς κύκλους και μέσα σε ένα στρώμα αντι-Μαρξιστών ιστορικών. Η ακροδεξιά εφημερίδα Junge Freiheit έχει προσέλθει στην υπεράσπιση του Σέρβις, επαινώντας το έργο του για την απόρριψη κάθε είδους συμπαθητικής απεικόνισης του Τρότσκι. Η εφημερίδα επαινεί την παρατήρηση του Σέρβις σε μια παρουσίαση του βιβλίου στο Λονδίνο, «Αν η ορειβατική αξίνα δεν έκανε εντελώς την δουλειά της για να τον αποτελειώσει, ελπίζω ότι εγώ το έχω καταφέρει,» σαν «ένα ελκυστικό σχόλιο.»
Δεν προκαλεί σχεδόν καθόλου έκπληξη η υπεράσπιση του Σέρβις στις σελίδες της Junge Freiheit. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχουν δύο άρθρα που υποστηρίζουν τον Σέρβις τα οποία έχουν παρουσιαστεί στις σελίδες της Neue Zürcher Zeitung. Ο συγγραφέας τους είναι ο καθηγητής Δρ. Ούλριχ Μ. Σμιτ, που διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Σεν Γκάλεν και έχει γράψει εκτεταμένα για θέματα σχετικά με την ιστορία, τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, και τον πολιτισμό. Στο βιογραφικό του, αναρτημένο στον ιστότοπο του πανεπιστήμιου, καταγράφονται περισσότερα απο 600 άρθρα-ένας ιδιαίτερα εκπληκτικός αριθμός. Τα δοκίμια του εμφανίζονται συχνά στη Neue Zürcher Zeitung.
Το πρώτο άρθρο εμφανίστηκε στη Neue Zürcher Zeitung στις 28 Δεκέμβρη 2011. Ο τίτλος του ήταν, όπως ίσως θα περίμενε κανείς, «Καμμία Εναλλακτική στον Στάλιν.» Αρχίζει αποδοκιμάζοντας έντονα το γεγονός ότι ο Τρότσκι θεωρούνταν από τη Γενιά του ’68 σαν μια βιώσιμη εναλλακτική πρόταση αντί του Στάλιν:
Αν μετά τον θάνατο του Λένιν δεν ήταν ο Στάλιν αλλά μάλλον ο Τρότσκι που είχε αναλάβει την ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης-όπως είναι το επιχείρημα- τότε το πείραμα για μια σοσιαλιστική μορφή κοινωνίας δεν θα είχε ξανακυλήσει σε μια απάνθρωπη δικτατορία.
Πολλοί δυτικοί σοσιαλιστές επέτρεψαν στους εαυτούς τους να τυφλωθούν από τη διανοητική λαμπρότητα του Τρότσκι, και συμπέραναν πολύ γρήγορα από την εχθρότητα του προς τον Στάλιν ότι το κίνητρο του Τρότσκι ήταν ο σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο.
Ακολουθώντας την προσέγγιση του Σέρβις, ο Σμιτ επιχειρεί να αναιρέσει αυτή την ευνοϊκή άποψη για τον Τρότσκι απεικονίζοντας τον σαν κάποιο είδος τέρατος, ικανό για τις πιο απεχθείς πράξεις. Γράφει:
Από την πρώτη στιγμή της σταδιοδρομίας του σαν κομμισάριος του πολέμου ο Τρότσκι έδειξε το πλήρες μέγεθος της αποκρουστικής του όψης. Εξασφάλισε την υπακοή των τσαρικών αξιωματικών παίρνοντας τις οικογένειες τους σαν όμηρους.
Όταν διαβάζει κάποιος τέτοιες οργισμένες αποδοκιμασίες των πράξεων του Τρότσκι σαν στρατιωτικού διοικητή, θα μπορούσε σχεδόν να πιστέψει ότι πριν την εμφάνιση του Τρότσκι στο προσκήνιο της ιστορίας, οι εμφύλιοι πόλεμοι ήταν ειρηνικές και αναίμακτες υποθέσεις, στις οποίες τα αντίπαλα μέρη συμπεριφέρονταν μεταξύ τους με αμοιβαία στοργή και άψογη καλωσύνη. Καθώς ωστόσο όλοι γνωρίζουμε η ιστορία λέει κάτι πολύ διαφορετικό. Ο Σμιτ όμως προτιμά να αποφύγει να τοποθετήσει τις πράξεις του Τρότσκι σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο που θα μπορούσε να εξηγήσει, και ακόμη να δικαιολογήσει, τις πράξεις του.
Από το 1918 μέχρι το 1921, καθώς ο Τρότσκι υπεράσπιζε το Σοβιετικό καθεστώς ενάντια στις δυνάμεις της αντεπανάστασης, εγνώριζε πολύ καλά τις πιθανές συνέπειες μιας ήττας των Μπολσεβίκων. Ανήκε σε μια γενιά επαναστατών για την οποία τα γεγονότα που ακολούθησαν την καταστολή της Παρισινής Κομμούνας τον Μάη του 1871 αποτελούσαν ακόμη μέρος της ζωντανής μνήμης. Στην εβδομάδα που ακολούθησε την ήττα της Κομμούνας, η νικηφόρα Εθνοφρουρά κάτω από τις διαταγές του αστικού καθεστώτος έσφαξε κάπου ανάμεσα σε τριάντα με πενήντα χιλιάδες εργάτες. Ο Αντόλφ Τιέρ, πρόεδρος του αστικού καθεστώτος, είπε για τους κομμουνάρους: «Το έδαφος είναι σπαρμένο με τα πτώματα τους. Άς χρησιμέψει σαν μάθημα αυτό το τρομερό θέαμα.»
Αλλά ο Τρότσκι δεν χρειαζόταν το παράδειγμα της Παρισινής Κομμούνας για να του υπενθυμίσει τι περίμενε το Μπολσεβίκικο καθεστώς και τη Σοβιετική εργατική τάξη εάν ήταν νικηφόρα η αντεπανάσταση. Οι Μπολσεβίκοι και οι μάζες των εργατών και των αγροτών θυμόντουσαν πολύ καλά το λουτρό αίματος που είχε ακολουθήσει την ήττα της Επανάστασης του 1905. Το τσαρικό καθεστώς έστειλε τον στρατό του σε εκστρατείες αντιποίνων στις πόλεις και τα χωριά όπου ο πληθυσμός είχε εκφράσει υποστήριξη για την επανάσταση. Δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ από τα τσαρικά στρατεύματα καθώς καταστρέφονταν οι πόλεις και τα χωριά όπου ζούσαν.
Ο Σμιτ, όπως ο Σέρβις, παραλείπει να σημειώσει ένα άλλο όχι ολότελα ασήμαντο γεγονός: η Οκτωβριανή Επανάσταση πραγματοποιήθηκε μέσα στο πλαίσιο του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου, που είχε αρχίσει το καλοκαίρι του 1914. Μέχρι την άνοδο των Μπολσεβίκων στην εξουσία, περίπου 1,7 εκατομμύρια Ρώσοι στρατιώτες είχαν ήδη χαθεί στο άσκοπο λουτρό αίματος. Εκατομμύρια επιπλέον πέθαναν στα διάφορα μέτωπα του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου, μια σύγκρουση η οποία, καθώς είπε ένας ιστορικός, «προκάλεσε τον πιο εκτεταμένη πολιτιστική ερήμωση και μαζική σφαγή μετά τον Τριακονταετή Πόλεμο.» Η βιαιότητα της Ρωσικής Επανάστασης προσδιορίστηκε κατά ένα καθόλου μικρό ποσοστό από τις τρομερές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που προκλήθηκαν από την συμμετοχή της Ρωσίας στον Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο βιβλίο του Η Δυναμική της Καταστροφής: Πολιτισμός και Μαζική Σφαγή Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ο ιστορικός Άλαν Κρέιμερ (ο συγγραφέας της πρότασης που αναφέρεται παραπάνω) γράφει:
...Εάν λέγαμε ότι η Ρωσική Επανάσταση του Οκτώβρη 1917 και η φύση της Σοβιετικής Ένωσης επηρεάστηκαν βαθιά από την πολεμική εμπειρία της Ρωσίας θα ήταν κατώτερο της πραγματικότητας: επρόκειτο για μια επτάχρονη συμφορά πόλεμου, πολιτικής αναταραχής, και εμφύλιου πόλεμου που διαμόρφωσε την πολιτική κουλτούρα του Μπολσεβίκικου καθεστώτος για τις επόμενες δεκαετίες.
Αποφασισμένος να δυσφημίσει τον Τρότσκι με ηθικά κριτήρια, ο Σμιτ προσφέρει και άλλα παραδείγματα της δήθεν «αποκρουστικής όψης» του Τρότσκι. Γράφει:
Όταν η μονάδα του Κόκκινου Στρατού στο μέτωπο του Καζάν το 1918 οπισθοχώρησε μπροστά στον εχθρό ο Τρότσκι διέταξε τη συνοπτική εκτέλεση του διοικητή και 40 στρατιωτών και το πέταγμα των πτωμάτων τους στον Βόλγα.
Είναι αλήθεια ότι ο Τρότσκι, σε μια κρίσιμη στιγμή καθώς η τύχη του πρόσφατα οργανωμένου Κόκκινου Στρατού κρεμόταν από μια κλωστή, διέταξε την εκτέλεση στρατιωτών που είχαν λιποτακτήσει σε ώρα μάχης. Ο Τρότσκι πήρε αυτό το ακραίο μέτρο για να διατηρήσει την πειθαρχία, και εξιστόρησε αυτό το περιστατικό στην αυτοβιογραφία του. Στο πλαίσιο του πολέμου, οι πράξεις του Τρότσκι ήταν δικαιολογημένες. Καθώς πρέπει σίγουρα να γνωρίζει ο Σμιτ, η θανατική ποινή χρησιμοποιούνταν ενάντια στους λιποτάκτες στον Γερμανικό, τον Γαλλικό, και τον Βρετανικό στρατό κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ίσως επειδή αμφιβάλλει εάν θα έχει το προσδοκώμενο αποτέλεσμα η αποδοκιμασία του για τη χρήση της θανατικής ποινής από τον Τρότσκι, ο Σμιτ προσθέτει μια παράξενη και συνταρακτική λεπτομέρεια: ότι ο Τρότσκι διέταξε να πεταχτούν τα πτώματα των εκτελεσμένων λιποτακτών στον Βόλγα.
Αυτή η δήλωση δημιουργεί στον νου του αναγνώστη μια τρομακτική εικόνα. Ο Τρότσκι, οχι μόνο εκτέλεσε τους λιποτάκτες, αλλά τους αρνήθηκε την ταφή που έπρεπε. Πέταξε τα πτώματα τους σε ένα ποτάμι! Ποτέ δεν έχει τύχει να έρθει στην προσοχή μου μέχρι τώρα αυτό το φρικτό επεισόδιο. Ποια είναι τα αποδεικτικά στοιχεία πάνω στα οποία βασίζει ο Σμιτ αυτή την κατηγορία; Ο καθηγητής Σμιτ θα πρέπει να μας πληροφορήσει που ανακάλυψε αυτή τη υποτιθέμενη απάνθρωπη πράξη.
Ο Σμιτ παραθέτει άλλες γνωστές καταγγελίες της υποτιθέμενης σκληρότητας του Τρότσκι, όπως η καταστολή της εξέγερσης της Κροστάνδης το 1921. Και πάλι, αυτά τα γεγονότα παρουσιάζονται χωρίς όχι μόνο σοβαρή ανάλυση, αλλά ούτε καν αναφορά στο πολιτικό και ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συνέβησαν. Αυτή η μορφή παρουσίασης δεν συνεισφέρει τίποτε απολύτως στην κατανόηση των γεγονότων, ή στον ρόλο του Τρότσκι σε αυτά. Ο μοναδικός της σκοπός είναι η προώθηση των πολιτικά υποκινούμενων αντι-κομμουνιστικών σχεδίων του Σμιτ. Στην τελευταία παράγραφο του πρώτου του άρθρου, ο Σμιτ διαμαρτύρεται πάλι ότι
Αν και δεν μπορεί να υπάρχει πια καμμία αμφιβολία για τις δικτατορικές τάσεις του Τρότσκι, υπάρχουν ακόμη «Κομμουνιστές Νοσταλγοί» που επιθυμούν να τον θεωρούν σαν κάποιο που έχει γίνει μάρτυρας από μια συνωμοσία που ενορχηστρώθηκε από τον Στάλιν και τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Η παράλογη υπόθεση μιας τέτοιας ακριβώς συμμαχίας κάνει φανερό πόσο απομακρυσμένοι είναι αυτοί οι συγγραφείς από τον κοινό νου.
Αυτή η υποτιθέμενη παράλογη υπόθεση επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο Τρότσκι και οι υποστηρικτές του καταδιώκονταν ταυτόχρονα από τις Σταλινικές, φασιστικές και αστικοδημοκρατικές κυβερνήσεις. Μετά από την εκδίωξη του από την ΕΣΣΔ, οι κυβερνήσεις της Βρετανίας και της Γερμανίας αρνήθηκαν να δώσουν άσυλο στον Τρότσκι. Αργότερα του επιτράπηκε να εισέλθει στη Γαλλία μόνο αφού δέχτηκε αυστηρούς περιορισμούς όχι μόνο στην πολιτική του δραστηριότητα, αλλά επίσης στη φυσική του μετακίνηση μέσα στη χώρα. Το 1936, όπως έχω ήδη αναφέρει, η Νορβηγική κυβέρνηση έθεσε τον Τρότσκι σε απομόνωση για να τον εμποδίσει να αποκαλύψει δημόσια τη στημένη δίκη στη Μόσχα. Η πλατιά υποστήριξη για τις Δίκες της Μόσχας ανάμεσα στους φιλελεύθερους αστούς στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες προερχόταν από την πολιτική συμμαχία τους με τα Σταλινικά κόμματα, που αποτελούσε τη βάση του «Λαϊκομετωπικού» κινήματος της δεκαετίας του 1930. Χλευάζοντας εκείνους που γράφουν για μια Σταλινική-ιμπεριαλιστική συμμαχία ενάντια στον Τροτσκισμό, ο Σμιτ προδίδει τη δική του άγνοια για την πολιτική δυναμική της δεκαετίας του 1930.
Σε ένα δεύτερο άρθρο, που δημοσιεύτηκε στη Neue Zürcher Zeitung στις 21 Φλεβάρη 2012, ο Σμιτ αναγνωρίζει ότι η κριτική μου για το βιβλίο του Σέρβις έχει τεκμηριωθεί από τον καθηγητή Μπέρτραντ Πατενάουντε του Πανεπιστήμιου του Στάνφορντ. Λαμβάνει επίσης υπόψη του την επιστολή από τους δεκατέσσερις ιστορικούς αναφέροντας ονομαστικά τους Χέλμουτ Ντάμερ, Χέρμαν Βέμπερ, Μπέρναρντ Μπαγιερλάιν, Χέικο Χάουμαν, Μάριο Κέσλερ, Όσκαρ Νεγκτ, Όλιβερ Ράτκολμπ και Πέτερ Στάινμπαχ. Ο Σμιτ σίγουρα γνωρίζει ότι όλοι αυτοί οι ιστορικοί είναι εξαιρετικά ευϋπόληπτοι λόγιοι και δεν μπορούσε παρά να ανησυχήσει όταν βρήκε το όνομα του καθηγητή Χέικο Χάουμαν στη λίστα των υπογραφόντων που διαμαρτύρονταν ενάντια στην έκδοση της βιογραφίας του Σέρβις. Ο καθηγητής Χάουμαν βοήθησε τον Σμιτ στην εκπόνηση της μετα-διδακτορικής διατριβής του [habilitationsschrift] το 1998-99, μια υπηρεσία για την οποία ο Σμιτ εξέφρασε δημόσια την ευγνωμοσύνη του. Τώρα όμως ο Σμιτ βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να αμφισβητεί την κρίση ενός από τους δικούς του μέντορες.
Ο Σμιτ υιοθετεί μια παράξενη στρατηγική για να υπερασπιστεί το βιβλίο του Σέρβις. Παραδέχεται ότι υπάρχουν λάθη, αλλά αντιπαρέρχεται αυτά τα λάθη σαν ασήμαντα. Ο Σμιτ αναφέρεται σε αυτά υποκριτικά σαν «μικρά λάθη,» που περιλαμβάνουν «λανθασμένες ημερομηνίες θανάτου...την ανακριβή περιγραφή ιστορικών γεγονότων...αναξιόπιστες υποσημειώσεις...τη σύγχυση οικογενειακών σχέσεων...την περικοπή παραθέσεων...την εκλεκτική επιλογή απομνημονευμάτων όπου ο Τρότσκι παρουσιάζεται με δυσμενείς όρους...»
Δεν μπορεί παρά να διαβάσει κανείς με κατάπληξη αυτό τον κατάλογο της απομάκρυνσης του Σέρβις από τα βασικά κριτήρια της ακαδημαϊκής έρευνας. Οποιοδήποτε από αυτά τα λάθη θα θεωρούνταν ότι δεν είχε θέση σε ένα βιβλίο γραμμένο από ένα επαγγελματία ιστορικό. Η ανεύρεση όλων αυτών των λαθών σε ένα ιστορικό έργο που εκδόθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες κάτω από την αιγίδα του Χάρβαρντ Γιουνιβέρσιτι Πρες δεν είναι τίποτε λιγότερο από ένα μείζον πνευματικό σκάνδαλο. Ένας ακαδημαϊκός που παράγει ένα τέτοιο έργο χάνει κάθε δικαίωμα να ληφθεί σοβαρά σαν διανοούμενος. Ένας εκδοτικός οίκος που παράγει ένα τέτοιο έργο παραβιάζει την επαγγελματική και ηθική του ευθύνη να προασπίζει την ακεραιότητα του πνευματικού διάλογου.
Ο καθηγητής Σμιτ δεν μπορεί να είναι ανίδεος για τη σοβαρότητα της παράλειψης του Σέρβις να τηρήσει τους ακαδημαϊκούς κανόνες. Είναι πολυγραφότατος και, από όσο μπορώ να συμπεράνω από μια σύντομη ανασκόπηση ενός τμήματος του δημοσιευμένου ακαδημαϊκού του έργου, επιδιώκει να τηρεί επαγγελματικά κριτήρια. Φαίνεται, ωστόσο, να πιστεύει ότι θα έπρεπε να επιτραπεί στον Σέρβις να παραβιάζει τους κανόνες της θεωρητικής έρευνας με ατιμωρησία. Ο Σμιτ θα ήθελε να πιστέψουν οι αναγνώστες του ότι τα πραγματικά λάθη που εμφανίζονται στη βιογραφία του Σέρβις - που είναι τόσο πολυάριθμα που ο Ζούρκαμπ έχει αναγκαστεί να μισθώσει έναν ανεξάρτητο ειδικό για να επανεξετάσει ολόκληρο το κείμενο - είναι ένα πρόβλημα χωρίς μεγάλη σημασία. Βέβαια, ένα περιστασιακό λάθος μπορεί να βρεθεί στο έργο ακόμη και του πιο επιμελούς ιστορικού. Αλλά η ανεύρεση πολυάριθμων πραγματικών λαθών σε ένα μόνο έργο είναι ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα. Η παρουσία τέτοιων λαθών αποτελεί απόδειξη ότι ο συγγραφέας δεν έχει τον έλεγχο του αντικειμένου του, και η ερμηνεία του των γεγονότων χάνει κάθε αξιοπιστία.
Αλλά παρόλη την αποκάλυψη όλων των λαθών στο έργο του Σέρβις, ο Σμιτ επιμένει ότι η έκδοση του πρέπει να προχωρήσει. Γράφει:
Η Γερμανική μετάφραση πρόκειται να εκδοθεί σε μια διορθωμένη διασκευή στις αρχές του Ιούλη 2012 - αλλά δεν θα υπάρχουν εκτεταμένες αλλαγές στη δομή του κειμένου. Η απόφαση του εκδοτικού οίκου είναι ορθή: ούτε ο Νορθ ούτε ο Πατενάουντε έχουν μπορέσει να προβάλουν επιχειρήματα που υπονομεύουν την ουσιαστική κριτική του Σέρβις για τον επαναστατικό φανατισμό του Τρότσκι και την προδιάθεση του για χρήση βίας.
Καθώς γίνεται τελείως φανερό σε αυτό το απόσπασμα, η μοναδική βάση της υπεράσπισης του Σέρβις από τον Σμιτ είναι οι ιδεολογικές και πολιτικές δεσμεύσεις του τελευταίου. Παρόλα τα λάθη, τις πλαστογραφήσεις, και τις παραβιάσεις των ακαδημαϊκών κριτηρίων, το βιβλίο του Σέρβις ικανοποιεί το μοναδικό κριτήριο που είναι σημαντικό για τον Σμιτ: είναι ενάντια στον Τρότσκι και ενάντια στη σοσιαλιστική επανάσταση. Τίποτε άλλο δεν έχει σημασία.
Περισσότερο από 70 χρόνια μετά τη δολοφονία του Τρότσκι, η κληρονομιά του παραμένει το αντικείμενο της πιο σφοδρής διαμάχης. Δεν του έχει επιτραπεί το δικαίωμα να περάσει στον χώρο της νηφάλιας ιστορικής μελέτης. Ο Τρότσκι παραμένει μια έντονα σύγχρονη μορφή. Ζει μέσα στην ιστορία, όχι μόνο σαν ο ηγέτης της μεγαλύτερης επανάστασης του 20ού αιώνα, αλλά σαν ένας πολιτικός και πνευματικός εμπνευστής των επαναστάσεων του μέλλοντος.
Περισσότερο από 20 χρόνια μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, ο καπιταλισμός είναι βυθισμένος σε κρίση. Το Τέλος της Ιστορίας που υποσχέθηκε ο Φράνσις Φουκουγιάμα δεν έχει πραγματοποιηθεί. Αυτό στο οποίο είμαστε μάρτυρες είναι η επιστροφή της ιστορίας - η ιστορία της οικονομικής κρίσης, της αμείλικτης επίθεσης ενάντια στα δημοκρατικά δικαιώματα, και του ξεσπάσματος των ιμπεριαλιστικών πολέμων. Σε μια τέτοια κατάσταση, η εργατική τάξη πρέπει να μελετήσει την ιστορία για να κατανοήσει την σημερινή πραγματικότητα. Η υπεράσπιση της πολιτικής κληρονομιάς του Τρότσκι ενάντια στην ιστορική πλαστογράφηση είναι ένα ουσιώδες συστατικό της πολιτικής εκπαίδευσης της εργατικής τάξης και της προετοιμασίας της για τις πολιτικές απαιτήσεις μιας νέας εποχής επαναστατικής πάλης.