Η Μάργκαρετ Θάτσερ, φίλη του φασίστα δικτάτορα της Χιλής στρατηγού Αουγκούστο Πινοσέτ και υποστηρίκτρια του συστήματος φυλετικών διακρίσεων του απάρτχαϊντ στη Νότια Αφρική, πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο σε ηλικία 87 ετών.
Ούτε οι εγκωμιαστικοί επικήδειοι για τη Θάτσερ σαν μεγάλης πολιτικού, ούτε η διοργάνωση μιας ημέρας εθνικού πένθους με πλήρεις στρατιωτικές τιμές, μπορούν να αποκρύψουν το γεγονός ότι πέθανε πιθανώς σαν η πιο μισητή μορφή στη βρετανική πολιτική.
Οι περισσότεροι εργαζόμενοι πρόκειται να δεχθούν την αναγγελία του θανάτου της με ψυχρή αδιαφορία, περιφρόνηση, και, σε μερικές περιπτώσεις, με εορτασμούς. Αυτοσχέδια πάρτι στους δρόμους είχαν αρχίσει σε μερικές πόλεις λίγες ώρες μετά τον θάνατο της.
Έχουν γίνει επανειλημμένα συγκρίσεις ανάμεσα στη Θάτσερ και τον Ουΐνστον Τσώρτσιλ. Είναι ανάρμοστες. Ο Τσώρτσιλ ήταν ένας δεξιός υπερασπιστής του βρετανικού ιμπεριαλισμού, αλλά ούτε ακόμη οι αντίπαλοι του μπορούν να αρνηθούν το προφανές πολιτικό του ανάστημα. Σε καιρό οξείας κρίσης, ήταν ικανός να επικαλεστεί την ιστορία κα να απευθύνει μια έκκληση σε κοινωνικά στρώματα πολύ πιο πέρα από τη φυσική πολιτική του βάση στην άρχουσα ελίτ. Σε αντίθεση δεν μπορεί να αναφερθεί ούτε μια ευφυής παρατήρηση που να προέρχεται από τη Θάτσερ, μόνο ανόητα αποφθέγματα κομμένα στα μέτρα ενός φιλικού τύπου όπως "Thelady'snotforturning" [που σημαίνει περίπου: Δεν είμαι το είδος γυναίκας που κάνει μεταβολή].
Η Μάργκαρετ Χίλντα Ρόμπερτς ενσάρκωνε καθετί στενόμυαλο και ακαλλιέργητο στην αγγλική μεσαία τάξη. Ασχολιόταν αποκλειστικά με την προσωπική της προώθηση και πλουτισμό, οφείλοντας πολλή από την επιτυχία της στην εξασφάλιση ενός πλούσιου συζύγου. Τα πολιτικά της ταλέντα, στο βαθμό που τα είχε, αποτελούνταν από τη μοχθηρή πονηριά και τη σκληρότητα του αριβίστα.
Πολύ περισσότερο ενδιαφέρουσες από την προσωπική της βιογραφία είναι οι ιστορικές περιστάσεις που κατέστησαν ικανή μια τέτοια σχετικά ασήμαντη προσωπικότητα και πολιτική κοινωνιοπαθή - με χαρακτηριστικό σύμβολο τη διακήρυξη της, "Η κοινωνία δεν υπάρχει" - να ανέλθει σε μια τόσο επιφανή θέση.
Η άνοδος της Θάτσερ στην ηγεσία του Συντηρητικού κόμματος το 1975 εξέφραζε τη δεξιά μετατόπιση στη βρετανική και διεθνή πολιτική που αναπτύχθηκε με την υποχώρηση του κύματος των εκρηκτικών ταξικών συγκρούσεων που είχαν συγκλονίσει την Ευρώπη από το 1968 μέχρι το 1975. Ηταν η επιλεγμένη εκπρόσωπος των πιο διεφθαρμένων και αντιδραστικών στοιχείων μέσα στη βρετανική άρχουσα τάξη, τα πλέον εξοργισμένα από την ήττα του προκατόχου της Έντουαρντ Χηθ από την απεργία των ανθρακωρύχων το 1974.
Η Θάτσερ συνδέεται ανεξίτηλα με την προεδρία του Ρόναλντ Ρήγκαν - με την αποδοχή της για τον μονεταρισμό του Μίλτον Φρήντμαν να συμπληρώνει την επιδίωξη των "Ρηγκανομικς" στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έχοντας ως στόχο την κατάργηση κάθε περιορισμού στη συσσώρευση ιδιωτικού πλούτου, η πρωθυπουργία της (1979-1990) διεξάχθηκε κάτω από τη σημαία της "αναδίπλωσης" του σοσιαλισμού. Αυτό σήμαινε την ανατροπή όλων των κοινωνικών κατακτήσεων που είχαν κερδηθεί από την εργατική τάξη κατά τη μεταπολεμική περίοδο.
Τα πολιτικά της θέλγητρα, όποια και να ήταν, απευθύνονταν πρωταρχικάσε ένα τμήμα της ανώτερης μεσαίας τάξης στην οποία υποσχόταν ένα σχέδιο γρήγορου πλουτισμού από μείωση της φορολογίας, την πώληση σε έκπτωση της δημόσιας περιουσίας, και ένα κερδοσκοπικό μπουμ. Η καταστροφή της βιομηχανίας και η κατάργηση του κανονιστικού πλαισίου στο Σίτι του Λονδίνου συνοδεύτηκε από τη συντριβή των συνδικάτων, τις επιθέσεις ενάντια στην κοινωνική πρόνοια και μια επιθετική προβολή των συμφερόντων του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Το αποτέλεσμα ήταν μαζική ανεργία και βίαια ταξική σύγκρουση.
Ανάμεσα στα εγκλήματα της Θάτσερ που απαλείφονται τώρα από την ιστορική μνήμη από τα μέσα ενημέρωσης ήταν ο βασικός της ρόλος στον θάνατο από ασιτία του βουλευτή του Σιν Φέιν Μπόμπυ Σαντς και εννιά άλλων κρατούμενων του βρετανικού κράτους στη Βόρεια Ιρλανδία το 1981. Ένα χρόνο αργότερα εξαπέλυσε, για εκλογικό πλεονέκτημα, τον πόλεμο ενάντια στην Αργεντινή για τα νησιά Μαλβίνες/Φόκλαντ κατά τον οποίο το ελαφρό καταδρομικό Στρατηγός Μπελγκράνοβυθίστηκε σκόπιμα ενώ βρισκόταν σε υποχώρηση έξω από τη ζώνη αποκλεισμού που είχε επιβληθεί αυθαίρετα από το Ηνωμένο Βασίλειο, με αποτέλεσμα να χαθούν 323 ζωές. Η περιπέτεια της Θάτσερ στον Νότιο Ατλαντικό οδήγησε 900 άτομα στον θάνατο και σημάδεψε για πάντα τις ζωές πολλών περισσότερων.
Αν και έχει περιγραφεί σαν η "Σιδηρά Κυρία", το μεγάλο πλεονέκτημα της Θάτσερ, στο οποίο οφείλονταν όλες οι πολυδιαφημισμένες νίκες της, ήταν ότι πάντοτε αντιμετώπιζε εχθρούς οι οποίοι ήταν αποφασισμένοι να χάσουν τη μάχη.
Τέτοια ήταν σίγουρα η περίπτωση της αργεντινής χούντας. Και, το πιο σημαντικό, η επίθεση της ενάντια στην εργατική τάξη, απολάμβανε την ενεργή υποστήριξη της εργατικής και συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Εκλογικά βασιζόταν στη συγκρότηση του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος από ένα τμήμα του Εργατικού κόμματος για να παραμείνει στην εξουσία, αλλά πάνω απ'όλα εξαρτιόταν από τον συστηματικό αφοπλισμό της μαζικής αντίστασης προς την κυβέρνηση της από το Εργατικό κόμμα σε συμμαχία με την Ομοσπονδία Εργατικών Συνδικάτων της Βρετανίας.
Αυτό έφτασε στο αποκορύφωμα του με την απομόνωση και την προδοσία της απεργίας των ανθρακωρύχων για ένα χρόνο το 1984-85, κατά τη διάρκεια της οποίας 20.000 τραυματίστηκαν, 200 φυλακίστηκαν, περίπου 1.000 απολύθηκαν καταχρηστικά, και δύο σκοτώθηκαν στις γραμμές των απεργών.
Η ήττα των ανθρακωρύχων ήταν το σύνθημα για την ανοιχτή εγκατάλειψη από τα συνδικάτα και το Εργατικό κόμμα της υπεράσπισης των κοινωνικών συμφερόντων της εργατικής τάξης. Ο "νέος ρεαλισμός" έγινε η λέξη-κώδικας για την αποκήρυξη κάθε έννοιας ταξικής πάλης και εργατικής αλληλεγγύης, τον εναγκαλισμό της "ελεύθερης αγοράς", και τη μεταμόρφωση του Εργατικού κόμματος σε ένα ανοιχτά δεξιό κόμμα των μεγάλων επιχειρήσεων.
Ωστόσο, καθώς ακόμη το Εργατικό κόμμα προσπαθούσε να ακολουθήσει τον "Θατσερισμό", η προοπτική της είχε αρχίσει να αποσυντίθεται.
Καθώς δεν υπήρχε καμμιά αντίσταση από το Εργατικό κόμμα και τα συνδικάτα, τελικά ήταν το δικό της βαθιά διχασμένο κόμμα που την ξεφορτώθηκε το 1990 για να αποφύγει την εκλογική καταστροφή. Ηδη, οι κοινωνικά καταστροφικές συνέπειες από τα οπισθοδρομικά οικονομικά και κοινωνικά γιατροσόφια της Θάτσερ ήταν ολοφάνερες. Σε λίγο περισσότερο από μια δεκαετία, οι συνθήκες της εργατικής τάξης είχαν δραστικά αντιστραφεί προς το συμφέρον της χρηματοπιστωτικής αριστοκρατίας. Ολόκληρες περιοχές της χώρας είχαν μετατραπεί σε βιομηχανικές ερήμους, σημαδεμένες από φτώχεια και χαμηλόμισθη απασχόληση. Η μεταμόρφωση της Βρετανίας σε ένα παγκόσμιο κέντρο για τις εγκληματικές δραστηριότητες των υπερ-πλούσιων ήταν ήδη πολύ προχωρημένη - ένα καταφύγιο για τύπους όπως ο Ρούπερτ Μέρντοκ και αναρίθμητοι Ρώσοι ολιγάρχες.
Η πνευματική και πολιτιστική ζωή υποβαθμίστηκε σε σημείο που να είναι σχεδόν αγνώριστη.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, τα ασταθή θεμέλια του Θατσερικού οικονομικού μοντέλου - η μαζική συσσώρευση πλασματικού κεφαλαίου, ασύνδετου με κάθε ανάπτυξη ή οικονομική παραγωγή, και η έκρηξη του χρέους που τροφοδοτείται από τον δανεισμό - επρόκειτο να δημιουργήσουν μια σειρά κρίσεων στις παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές. Παρόλα αυτά, οι πολιτικές της Θάτσερ συνεχίστηκαν και βάθυναν από το Εργατικό κόμμα κάτω από τον Τόνι Μπλερ, τον αυτο-ανακηρυγμένο πολιτικό της διάδοχο.
Πολλά περισσότερα μπορούν και πρόκειται να ειπωθούν. Αλλά πέντε χρόνια μετά το οικονομικό κραχ του 2008, με τη μαζική λιτότητα στην ημερήσια διάταξη, κάθε αντικειμενική εκτίμηση κάνει φανερό ότι η πραγματική κληρονομιά της Θάτσερ είναι η μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική κρίση που προκλήθηκε από τον καπιταλισμό μετά το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα.
Τίποτε απολύτως δεν απομένει από τις ανόητες και τελείως ανειλικρινείς υποσχέσεις της για "λαϊκό καπιταλισμό", για τη Βρετανία ως "δημοκρατία ιδιοκτητών" με ευημερία για όλους εξασφαλισμένη από τη "διάχυση προς τα κάτω" του πλούτου και το "θαύμα της αγοράς". Οι επόμενες γενιές θα τη θυμούνται σαν τη μορφή που είχε ηγηθεί στα αρχικά στάδια μιας συνεχιζόμενης σήψης της αστικής κοινωνικής και πολιτικής ζωής.
9 Απριλίου 2013