Αυτό είναι το πρώτο μέρος μιας πολυμερούς σειράς άρθρων. Διαβάστε το δεύτερο και το τρίτο μέρος. Τα άρθρα δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά στα αγγλικά στις αρχές Ιανουαρίου 2024.
1. Τo 2024 ξεκίνησε υπό το πρίσμα μιας κλιμακούμενης διεθνούς κρίσης. Στην αυγή της χιλιετίας, υπήρχαν διάφορες ρόδινες προβλέψεις πως ο παγκόσμιος καπιταλισμός εισερχόταν σε μια νέα εποχή παγκόσμιας ειρήνης και ευημερίας, υπό την καλοπροαίρετη και «μονοπολική» κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών. Με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, οι δαίμονες του «σύντομου εικοστού αιώνα» –κυρίως τα φαντάσματα του μαρξισμού και της σοσιαλιστικής επανάστασης– είχαν θαφτεί μια για πάντα. Η Γουόλ Στριτ φώναξε στον κόσμο: «Καπιταλισμός το όνομά μου, ο Βασιλεύς των Βασιλέων. Κοιτάξτε τα έργα μου, ισχυροί και απελπιστείτε!» Αλλά χρειάστηκε λιγότερο από ένα τέταρτο του αιώνα για να καταρριφθεί κολοσσιαία αυτή η αλαζονική καύχηση. Ο νέος αιώνας του θριαμβευτικού καπιταλισμού αποδείχθηκε ο συντομότερος όλων. Οι θεμελιώδεις αντιφάσεις του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος που προκάλεσαν τους πολέμους και τις επαναστάσεις του εικοστού αιώνα δεν έχουν επιλυθεί και παραμένουν οι κινητήριες δυνάμεις των εντεινόμενων οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών αναταραχών που σαρώνουν τον πλανήτη.
2. Η φρίκη που παρήγαγαν οι κατακλυσμοί του περασμένου αιώνα επαναλαμβάνεται. Η γενοκτονία υιοθετείται ανοιχτά ως μέσο κρατικής πολιτικής. Η προσπάθεια του ισραηλινού καθεστώτος να εξοντώσει τον παλαιστινιακό λαό στη Γάζα προχωρά με την ανοιχτή υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών και των ιμπεριαλιστών συμμάχων τους, οι οποίοι έχουν επανειλημμένα διακηρύξει την αντίθεσή τους σε μια κατάπαυση του πυρός. Μια πυκνοκατοικημένη αστική περιοχή υποβάλλεται σε ανελέητους βομβαρδισμούς που μέσα στις πρώτες 10 εβδομάδες του πολέμου, σκότωσαν περισσότερους από 25.000 ανθρώπους, κυρίως γυναίκες και παιδιά.
3. Ο φασίστας πρωθυπουργός του Ισραήλ, Βενιαμίν Νετανιάχου, δήλωσε στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του ότι η επίθεση θα συνεχιστεί καθ’ όλη τη διάρκεια του 2024. Το Ισραήλ δεν θα μπορούσε να συνεχίσει τον πόλεμο για μια ακόμη εβδομάδα, πόσο μάλλον ένα χρόνο, χωρίς την απεριόριστη οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών και των ΝΑΤΟικών συνένοχών της. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, ο υπουργός Εξωτερικών, αμέτρητοι άλλοι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της κυβέρνησης και του Πενταγώνου πηγαινοέρχονται μεταξύ Ουάσιγκτον και Τελ Αβίβ, επιβλέποντας τις ισραηλινές επιχειρήσεις και συμμετέχοντας στην επιλογή στόχων για βομβαρδισμό. Είναι ανοιχτό μυστικό ότι το προσωπικό των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ είναι άμεσα εμπλεκόμενα στις δολοφονικές ενέργειες κατά της Γάζας.
4. Η έγκριση και η συμμετοχή στη γενοκτονία αντιπροσωπεύουν κάτι περισσότερο από τις συνήθεις παραβιάσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στις επικλήσεις τους για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η γενοκτονία στη Γάζα επιβεβαιώνει, σε ανώτερο επίπεδο, μια τάση που για πρώτη φορά σημείωσε ο Λένιν εν μέσω του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, πριν από έναν και πλέον αιώνα. Tο 1916 έγραψε ότι «η διαφορά ανάμεσα στη ρεπουμπλικανικο-δημοκρατική και τη μοναρχο-αντιδραστική ιμπεριαλιστική αστική τάξη εξαλείφεται ακριβώς επειδή και η μια και η άλλη σαπίζουν ζωντανές...». Αν αντικαταστήσει κανείς τον όρο «αντιδραστική-μοναρχική» με τον όρο «φασιστική» η ανάλυση του Λένιν είναι απολύτως έγκυρη ως περιγραφή των σημερινών ιμπεριαλιστικών καθεστώτων.
5. Η γενοκτονία στη Γάζα δεν είναι ένα μεμονωμένο επεισόδιο, που γίνεται καλύτερα κατανοητό ως προϊόν σπάνιων περιστάσεων που σχετίζονται με την ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση και τον εγγενώς αντιδραστικό χαρακτήρα του Σιωνισμού και του ρατσιστικού, ξενοφοβικού και εθνικιστικού περιεχόμενού του. Τα στοιχεία αυτά παίζουν, φυσικά, σημαντικό ρόλο στις ενέργειες του ισραηλινού καθεστώτος. Όμως η αχαλίνωτη αγριότητα του τωρινού πολέμου, που διεξάγεται με την πλήρη υποστήριξη των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων οι οποίες χρηματοδοτούν το ισραηλινό εξοπλισμό, μπορεί να κατανοηθεί και να εξηγηθεί μόνο στο πλαίσιο της κρίσης του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού και του συστήματος των εθνικών κρατών.
6. Το θεμελιώδες «λάθος» των σχεδιαστών στρατηγικής του αμερικανικού ιμπεριαλισμού μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν ότι το γεγονός αυτό εξηγήθηκε με καθαρά ιδεολογικούς όρους, δηλαδή ως ο θρίαμβος της καπιταλιστικής «ελεύθερης επιχειρηματικότητας» επί της σοσιαλιστικής «δικτατορίας». Αλλά αυτή η εξήγηση, που βασίστηκε στην ψευδή ταύτιση του σταλινισμού με το σοσιαλισμό, απέκρυψε την πραγματική αιτία της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης και τις επιπτώσεις της στη μελλοντική ανάπτυξη του αμερικανικού και του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού.
7. Παρά τις τραγικές συνέπειές της, η διάλυση της ΕΣΣΔ επιβεβαίωσε την στοιχειώδη μαρξιστική-τροτσκιστική κριτική της σταλινικής πολιτικής του «σοσιαλισμού σε μια χώρα». Η αντιδραστική εθνικιστική ουτοπία ενός απομονωμένου σοσιαλιστικού κράτους έπεσε θύμα, όπως είχε προβλέψει ο Τρότσκι, στην πραγματικότητα της παγκόσμιας οικονομίας.
8. Το τέλος της ΕΣΣΔ παρείχε στις Ηνωμένες Πολιτείες ένα βραχυπρόθεσμο πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων τους, το οποίο οι προπαγανδιστές τους ονόμασαν «μονοπολική στιγμή». Αλλά η βασική αντίφαση που οδήγησε στους δύο παγκόσμιους πολέμους του εικοστού αιώνα –η σύγκρουση μεταξύ της αντικειμενικής πραγματικότητας μιας εξαιρετικά διασυνδεδεμένης παγκόσμιας οικονομίας και της συνεχιζόμενης ύπαρξης του παρωχημένου συστήματος των εθνικών κρατών– δεν είχε επιλυθεί με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και των καθεστώτων-δορυφόρων της στην Ανατολική Ευρώπη.
9. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επεδίωξαν να εκμεταλλευτούν το γεωπολιτικό τους πλεονέκτημα για να επιτύχουν ένα βαθμό παγκόσμιας κυριαρχίας που τους είχε στερηθεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως συνέπεια του αποφασιστικού ρόλου που διαδραμάτισε η Σοβιετική Ένωση στην ήττα της ναζιστικής Γερμανίας και στο μεταπολεμικό κύμα των αντιαποικιακών μαζικών κινημάτων. Η Ουάσινγκτον πείστηκε ότι μπορούσε τελικά να αναδιοργανώσει την παγκόσμια οικονομία υπό τον έλεγχό της μέσω της στρατιωτικής της ισχύος. Ο αγαπημένος σχολιαστής του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, ο Τόμας Φρίντμαν των New York Times, διακήρυξε το 1999 ότι «η κρυφή γροθιά που κρατάει τον κόσμο ασφαλή για τις τεχνολογίες της Silicon Valley είναι ο Στρατός, η Αεροπορία, το Ναυτικό και το Σώμα Πεζοναυτών των Ηνωμένων Πολιτειών...».[1]
10. Η ατελείωτη σειρά πολέμων που εξαπέλυσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες –στα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία– ήταν μια απεγνωσμένη προσπάθεια να διατηρήσουν την κυρίαρχη θέση τους, παρά τη συνολική οικονομική τους παρακμή. Η Διεθνής Επιτροπή εξήγησε τα κίνητρα για την εισβολή στο Ιράκ το 2003 και προέβλεψε την αποτυχία του υποκείμενου ηγεμονικού σχεδίου της:
Η έναρξη ενός επιθετικού πολέμου κατά του Ιράκ αποτελεί μια τελική, κορυφαία προσπάθεια επίλυσης, στη βάση του ιμπεριαλισμού, του παγκόσμιου ιστορικού προβλήματος της αντίφασης μεταξύ του παγκόσμιου χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων και του αρχαϊκού συστήματος των εθνών-κρατών. Η Αμερική προτείνει να ξεπεράσει το πρόβλημα με την καθιέρωσή της ως το υπερ-εθνικό κράτος, που θα λειτουργεί ως ο απόλυτος κριτής της μοίρας του κόσμου – αποφασίζοντας πώς θα κατανεμηθούν οι πόροι του κόσμου, αφού πρώτα αρπάξει για τον εαυτό της τη μερίδα του λέοντος. Αλλά αυτού του είδους η ιμπεριαλιστική λύση στις υποβόσκουσες αντιφάσεις του παγκόσμιου καπιταλισμού, η οποία ήταν εντελώς αντιδραστική το 1914, δεν έχει βελτιωθεί με την πάροδο του χρόνου. Πράγματι, το μέγεθος της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα προσδίδει σε ένα τέτοιο ιμπεριαλιστικό σχέδιο ένα στοιχείο τρέλας. Οποιαδήποτε απόπειρα εδραίωσης της υπεροχής ενός και μόνο εθνικού κράτους είναι ασύμβατη με το τεράστιο επίπεδο της διεθνούς οικονομικής διασύνδεσης. Ο βαθύτατα αντιδραστικός χαρακτήρας ενός τέτοιου σχεδίου εκφράζεται στις βάρβαρες μεθόδους που απαιτούνται για την υλοποίησή του.[2]
11. Η γενοκτονία στη Γάζα αποτελεί την επιτομή των «βάρβαρων μεθόδων» που απορρέουν από την ολοένα και πιο απελπισμένη προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους στο ΝΑΤΟ να διατηρήσουν την κυρίαρχη θέση τους μπροστά στην πρόκληση που θέτουν στην ηγεμονία τους η Κίνα και τα απείθαρχα εθνικά κράτη των οποίων τα συμφέροντα συγκρούονται με την ιμπεριαλιστική «τάξη βασισμένη σε κανόνες» της Ουάσιγκτον. Η σφαγή των Παλαιστινίων εκτυλίσσεται εν μέσω του αιματηρού πολέμου μέσω αντιπροσώπων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ κατά της Ρωσίας, ο οποίος έχει στοιχίσει από το ξέσπασμά του τον Φεβρουάριο του 2022 περίπου μισό εκατομμύριο ουκρανικές και, τουλάχιστον, 100.000 ρωσικές ζωές.
12. Καθώς ο πόλεμος στη Γάζα έχει κανονικοποιήσει τη γενοκτονία ως αποδεκτό εργαλείο της ιμπεριαλιστικής πολιτικής, η αδυσώπητη κλιμάκωση του πολέμου ΗΠΑ-ΝΑΤΟ εναντίον της Ρωσίας συνοδεύεται από την de facto αποδοχή ότι η σύγκρουση μπορεί κατά πάσα πιθανότητα να οδηγήσει στη χρήση τακτικών και στρατηγικών πυρηνικών όπλων. Η κυβέρνηση Μπάιντεν τακτικά εγκρίνει και κατευθύνει στρατιωτικές επιθέσεις σε ρωσικά περιουσιακά στοιχεία και σε εδάφη κάτι το οποίο θα ήταν αδιανόητο κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου με το σκεπτικό πως τέτοιες ενέργειες θα οδηγούσαν σε πυρηνικά αντίποινα. Υπερβαίνοντας επανειλημμένα τις «κόκκινες γραμμές», η κυβέρνηση Μπάιντεν και οι συμμαχικές κυβερνήσεις του ΝΑΤΟ δήλωσαν ότι η διεξαγωγή των στρατιωτικών τους επιχειρήσεων δεν θα περιοριστεί από την απειλή πυρηνικού πολέμου.
13. Παρά το γεγονός ότι η Ουκρανία έχει αφαιμαχθεί, ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ και ΝΑΤΟ δεν έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να πετύχει τη νίκη στο πεδίο της μάχης. Η πολύκροτη «εαρινή επίθεσή» τους στα μέσα του 2023 κατέληξε σε πανωλεθρία. Τις τελευταίες μέρες του 2023, το ουκρανικό καθεστώς πραγματοποίησε μια σημαντική κλιμάκωση του πολέμου, εξαπολύοντας πυραυλική επίθεση σε ρωσικό έδαφος, σκοτώνοντας τουλάχιστον 22 ανθρώπους στην πόλη Μπέλγκοροντ. Η Ρωσία απάντησε με ένα νέο κύμα πυραυλικών επιθέσεων στην Ουκρανία, το οποίο εκμεταλλεύεται η κυβέρνηση Μπάιντεν για να πιέσει τις απαιτήσεις της για συνέχιση της απεριόριστης χρηματοδότησης του πολέμου δι’ αντιπροσώπων.
14. Σε τελική ανάλυση, η υποκίνηση από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ του πολέμου δι’ αντιπροσώπων στην Ουκρανία δεν σηματοδοτεί τίποτα λιγότερο από την προετοιμασία ενός πολέμου των ΗΠΑ κατά της Κίνας, μετατρέποντας κάθε μέρος του κόσμου σε μια συγκεκριμένη σφαίρα επιχειρήσεων. Σχεδόν 20 χρόνια πριν, το 2006, η Διεθνής Επιτροπή έθεσε μια σειρά από ερωτήματα σχετικά με τις παγκόσμιες πολιτικές των Ηνωμένων Πολιτειών, μεταξύ των οποίων ήταν και τα ακόλουθα:
Θα είναι έτοιμες οι Ηνωμένες Πολιτείες να υποχωρήσουν από τις ηγεμονικές τους βλέψεις και να αποδεχθούν μια πιο ισότιμη κατανομή της παγκόσμιας ισχύος μεταξύ των κρατών; Θα είναι διατεθειμένες να υποχωρήσουν, στη βάση συμβιβασμών και παραχωρήσεων, σε οικονομικούς και δυνητικούς στρατιωτικούς ανταγωνιστές, είτε στην Ευρώπη είτε στην Ασία; Θα δεχθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες με ευγένεια και ειρηνικά την αυξανόμενη επιρροή της Κίνας;[3]
Η ΔΕΤΔ έγραψε ότι όσοι θα απαντούσαν καταφατικά σε αυτά τα ερωτήματα «βάζουν μεγάλα στοιχήματα ενάντια στα διδάγματα της ιστορίας».
15. Σήμερα, οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα δεν έχουν χαρακτήρα εικασίας. Ο πόλεμος μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας δεν θεωρείται πιθανός, αλλά αναπόφευκτος. Αυτή η συναίνεση εντός του κατεστημένου της εξωτερικής πολιτικής της Ουάσινγκτον συνοψίζεται σε ένα δοκίμιο που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2024 του Foreign Affairs. Έχει τον δυσοίωνο τίτλο «Η Μεγάλη Σύρραξη: Προετοιμάζοντας για έναν μακρύ πόλεμο με την Κίνα». Ο συγγραφέας του είναι ο Άντριου Τζ. Κρεπίνεβιτς (Andrew J. Krepinevich, Jr.), ανώτερος συνεργάτης του Ινστιτούτου Χάντσον, μιας κορυφαίας ιμπεριαλιστικής δεξαμενής σκέψης.
16. Το δοκίμιο υποθέτει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα θα προχωρήσουν σε πόλεμο. Πρόκειται για ένα δεδομένο γεγονός, για το οποίο δεν πρέπει να χάνουμε χρόνο για να συζητάμε. Τα πραγματικά ερωτήματα σχετίζονται με το πώς και πού θα ξεκινήσει ο πόλεμος –στο Στενό της Ταϊβάν, στην κορεατική χερσόνησο, κατά μήκος των σινο-ινδικών συνόρων ή στη Νότια Ασία– και με το αν ο πόλεμος θα έχει πυρηνικό χαρακτήρα. Ο Κρεπίνεβιτς δηλώνει:
Μόλις ξεσπάσει ένας πόλεμος, τόσο η Κίνα όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους που εγκυμονούν τα πυρηνικά τους οπλοστάσια. Όπως και σε καιρό ειρήνης, οι δύο πλευρές θα διατηρούσαν ισχυρό συμφέρον να αποφύγουν την καταστροφική κλιμάκωση. Παρόλα αυτά, εν μέσω πολέμου, μια τέτοια πιθανότητα δεν μπορεί να εξαλειφθεί. Και οι δύο θα αντιμετώπιζαν την πρόκληση να βρουν τη χρυσή τομή στην οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ισχύ για να αποκτήσουν πλεονέκτημα χωρίς να προκαλέσουν ολοκληρωτικό πόλεμο. Κατά συνέπεια, οι ηγέτες και των δύο μεγάλων δυνάμεων θα πρέπει να ασκήσουν υψηλό βαθμό αυτοελέγχου.
Για να κρατήσουν τον πόλεμο περιορισμένο, τόσο η Ουάσινγκτον όσο και το Πεκίνο θα πρέπει να αναγνωρίσουν η μία τις κόκκινες γραμμές της άλλης – συγκεκριμένες ενέργειες που θεωρούνται κλιμακούμενες και που θα μπορούσαν να προκαλέσουν αντιδράσεις.[4]
17. Δεν είναι τίποτα λιγότερο από αυταπάτη να εναποθέτει κανείς την ελπίδα αποφυγής του πυρηνικού Αρμαγεδδώνα στην ικανότητα περιορισμού της κλιμάκωσης εν μέσω μιας υπαρξιακής σύγκρουσης από την οποία εξαρτώνται οι τύχες των μαχητών. Σε κάθε περίπτωση, ο πόλεμος μέσω αντιπροσώπων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ κατά της Ρωσίας έχει ήδη αποδείξει ότι ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός δεν θα πτοηθεί από την απειλή πυρηνικών αντιποίνων και θα υπερβεί κάθε «κόκκινη γραμμή» προκειμένου να επιτύχει τους στόχους του.
18. Ο Κρεπίνεβιτς αναγνωρίζει ότι ο αναπόφευκτος πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας, ακόμη και χωρίς τη χρήση πυρηνικών όπλων, θα έχει καταστροφικές συνέπειες για όλη την ανθρωπότητα. Γράφει χαρακτηριστικά:
Ακόμα και αν οι δύο πλευρές αποφύγουν την πυρηνική καταστροφή, και τα εδάφη των Ηνωμένων Πολιτειών και αυτά των κυριότερων συμμάχων τους μείνουν εν μέρει ανέγγιχτα, η κλίμακα και το εύρος της καταστροφής πιθανότατα θα ξεπεράσει κατά πολύ οτιδήποτε έχουν βιώσει οι λαοί των ΗΠΑ και των συμμάχων τους.[5]
19. Το συμπέρασμα που εξάγει ο Κρεπίνεβιτς δεν είναι ότι ο ολοκληρωτικός πόλεμος πρέπει να αποτραπεί πάση θυσία, αλλά το γεγονός πως «η δυνατότητα των ΗΠΑ και των συμμάχων να διατηρήσουν την λαϊκή υποστήριξη για την πολεμική προσπάθεια, μαζί με την προθυμία για θυσίες, θα ήταν κρίσιμα για την επιτυχία του πολέμου».[6]
20. Σε αυτό το εφιαλτικό ιμπεριαλιστικό σενάριο του αναπόφευκτου πολέμου πρέπει να αντιταχθεί η αμερικανική και η διεθνής εργατική τάξη. Οι εργαζόμενοι στα ιμπεριαλιστικά κέντρα της Βόρειας Αμερικής, της Ευρώπης, της Ασίας, της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας δεν έχουν κανένα απολύτως συμφέρον να υπερασπιστούν τα παγκόσμια γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα της διψασμένης για εξουσία χρηματοπιστωτικής-εταιρικής ιμπεριαλιστικής άρχουσας τάξης. Ούτε οι εργαζόμενοι της Ρωσίας, της Κίνας και άλλων μεγάλων καπιταλιστικών περιφερειακών δυνάμεων –Βραζιλία, Αργεντινή, Αίγυπτος, κράτη του Περσικού Κόλπου, Τουρκία, Νιγηρία, Νότια Αφρική, Ινδία, Ινδονησία, για να αναφέρουμε μόνο τις πιο σημαντικές– θα πρέπει να αποδώσουν οποιονδήποτε προοδευτικό χαρακτήρα στις αντιδραστικές προσπάθειες αναδιοργάνωσης της παγκόσμιας γεωπολιτικής στη βάση της ουτοπικής προοπτικής της πολυπολικότητας.
21. Το γεγονός ότι ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός υποκίνησε τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας δεν δικαιολογεί, από τη σκοπιά των συμφερόντων της ρωσικής και διεθνούς εργατικής τάξης, την απόφαση της κυβέρνησης Πούτιν να εισβάλει στην Ουκρανία. Η απάντηση της κυβέρνησης Πούτιν στις προκλήσεις του αμερικανικού και του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού δεν καθορίστηκε από αφηρημένα κριτήρια «εθνικής άμυνας», αλλά από τα ταξικά συμφέροντα της παρασιτικής ολιγαρχικής-καπιταλιστικής άρχουσας τάξης που προέκυψε από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την ιδιωτικοποίηση και απόλυτη κλοπή των εθνικοποιημένων περιουσιακών της στοιχείων.
22. Στα χρόνια που προηγήθηκαν της διάλυσης της ΕΣΣΔ, η πολιτική σύγκρουση στο εσωτερικό του κυρίαρχου γραφειοκρατικού μηχανισμού αναπτύχθηκε σε εθνικές και εθνοτικές γραμμές. Αυτή η αντιδραστική τάση είχε προετοιμαστεί και διευκολυνθεί από την αποκήρυξη του προλεταριακού διεθνισμού από τον Στάλιν και την προώθηση του ρωσικού εθνικισμού υπό την κάλυμμα ενός σοβινιστικού σοβιετικού πατριωτισμού. Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, οι ήδη υπάρχουσες συγκρούσεις μεταξύ εθνικιστικών κλικών εντός του γραφειοκρατικού μηχανισμού –από τις οποίες η ρωσική και η ουκρανική ήταν οι πιο ισχυρές– εξελίχθηκαν γρήγορα σε έναν ανοιχτό αγώνα για πρώτες ύλες, αγορές και εδαφικά πλεονεκτήματα μεταξύ των νέων εθνικών καπιταλιστικών κυρίαρχων ελίτ. Τον Οκτώβριο του 1991, λιγότερο από τρεις μήνες πριν από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η Διεθνής Επιτροπή προειδοποίησε:
Στις δημοκρατίες, οι εθνικιστές διακηρύσσουν ότι η λύση σε όλα τα προβλήματα βρίσκεται στη δημιουργία νέων «ανεξάρτητων» κρατών. Επιτρέψτε μας να ρωτήσουμε, ανεξάρτητα από ποιους; Διακηρύσσοντας την «ανεξαρτησία» τους από τη Μόσχα, οι εθνικιστές δεν μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο από το να θέσουν όλες τις ζωτικές αποφάσεις που αφορούν το μέλλον των νέων κρατών τους στα χέρια της Γερμανίας, της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιαπωνίας και των Ηνωμένων Πολιτειών.[7]
23. Ο συνεχιζόμενος πόλεμος αποτελεί δικαίωση της προειδοποίησης που διατυπώθηκε πριν από 30 χρόνια από τη Διεθνή Επιτροπή. Ο αγώνας ενάντια στον πόλεμο ΗΠΑ-ΝΑΤΟ πρέπει να διεξαχθεί όχι με προσαρμογή στο καθεστώς Πούτιν, αλλά με αμείλικτη αντίθεση στην αντιδραστική εθνικιστική-καπιταλιστική ατζέντα του. Η αντιπολεμική πολιτική των Ρώσων και Ουκρανών εργατών πρέπει να βασίζεται στην ενότητα όλων των τμημάτων της εργατικής τάξης της πρώην Σοβιετικής Ένωσης ενάντια στις νέες καπιταλιστικές ελίτ. Η διεθνιστική πολιτική που υποστήριξαν ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, της αδιάλλακτης εναντίωσης στην υπεράσπιση του εθνικού καπιταλιστικού τους κράτους, πρέπει να υιοθετηθεί από τους εργάτες της σημερινής Ρωσίας (ενάντια στο καθεστώς Πούτιν) και της Ουκρανίας (ενάντια στο καθεστώς Ζελένσκι).
24. Οι ίδιες θεμελιώδεις αρχές του σοσιαλιστικού διεθνισμού καθορίζουν τη στάση της Διεθνούς Επιτροπής απέναντι στη σύγκρουση μεταξύ του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και της Κίνας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν να περιορίσουν την οικονομική ανάπτυξη της Κίνας, να περιορίσουν την πρόσβασή της σε κρίσιμους πόρους και τεχνολογίες και να εμποδίσουν την επέκταση της παγκόσμιας επιρροής της. Η Κίνα προσπαθεί να αντιμετωπίσει την αδυσώπητη πίεση που ασκεί ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός μέσω της αναδιάρθρωσης των επικρατούντων γεωπολιτικών και οικονομικών θεσμών, στους οποίους το δολάριο ΗΠΑ λειτουργεί ως πυλώνας του παγκόσμιου εμπορίου και των οικονομικών συναλλαγών. Όμως η πολιτική αυτή, παρά τις προσπάθειες της Κίνας να την προικίσει με ένα προοδευτικό και μάλιστα αλτρουιστικό προσωπείο (π.χ. μέσω της προώθησης της «Πρωτοβουλίας μιας Ζώνης και ενός Δρόμου»), εκτυλίσσεται σε καπιταλιστική βάση και δεν αποσκοπεί σε τίποτα περισσότερο από την αναδιοργάνωση της υφιστάμενης παγκόσμιας ισορροπίας δυνάμεων.
25. Το ξέσπασμα του πολέμου δεν μπορεί να αποτραπεί με την αντιπαράθεση στην ηγεμονία του αμερικανικού ιμπεριαλισμού ενός νέου πολυπολικού συνασπισμού καπιταλιστικών κρατών. Ο αγώνας ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω μιας αναδιάρθρωσης του συστήματος των εθνικών κρατών, αλλά μόνο στη βάση της καταστροφής του. Όπως επέμεινε η Ρόζα Λούξεμπουργκ στις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η εργατική τάξη «πρέπει να βγάλει το συμπέρασμα ότι ο ιμπεριαλισμός, ο πόλεμος, η λεηλασία χωρών, το παζάρεμα των λαών, η παραβίαση του νόμου και η πολιτική της βίας μπορούν να καταπολεμηθούν μόνο με την καταπολέμηση του καπιταλισμού, θέτοντας της κοινωνική επανάσταση ενάντια στην παγκόσμια γενοκτονία».[8]
Thomas L. Friedman, “A Manifesto for the Fast World,” New York Times Magazine, 28/3/1999.
David North, A Quarter Century of War: The U.S. Drive for Global Hegemony 1990-2016 (Mehring Books: Oak Park, MI), σελ. 277.
Ibid, σσ. 368–69.
Foreign Affairs, January-February 2024, σσ. 111–12.
Στο ίδιο, σελ. 117.
Στο ίδιο, σελ. 118.
David North, “After the August Putsch: Soviet Union at the Crossroads,” in: The Fourth International, Volume 19, No. 1, Fall-Winter 1992, σελ. 110.
Rosa Luxemburg, “Petty-Bourgeois or Proletarian World Policy?” in: Discovering Imperialism: Social Democracy to World War I, translated and edited by Richard B. Day and Daniel Gaido (Chicago: Haymarket Books, 2012), σελ. 470.